Αναδημοσίευση από το Βήμα της Κυριακής 6-9-2009
Των κ. Ν. Μαρατζίδη και Κ. Τσίβου
Στο Βήμα της Κυριακής (6-9-2009) δημοσιεύθηκε άρθρο αναφορικά με την κατασκοπευτική δράση του ΚΚΕ στην μεταεμφυλιακή Ελλάδα. Το άρθρο αναφέρεται στο πως ιδρύθηκε και οργανώθηκε η «σχολή πρακτόρων» του ΚΚΕ την περίοδο 1949-1951 Νέα στοιχεία έρχονται για πρώτη φορά στο φως από τα αρχεία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας
«Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ να οργανώνει ένα πολιτικό κόμμα υπηρεσίες κατασκοπείας και σαμποτάζ εις βάρος της ίδιας του της χώρας μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν αντιληφθούμε το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα ως μέρος του διεθνούς κομμουνιστικού συστήματος, ως έναν κρίκο αυτής της αλυσίδας που επιδίωξε με συστηματικότητα και σταθερότητα τη με κάθε μέσο ανατροπή του καπιταλιστικού στρατοπέδου και την εγκαθίδρυση κομμουνιστικών καθεστώτων παντού. Η δράση αυτή του ΚΚΕ κατά τα χρόνια του Εμφυλίου και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια συνέβαλε αναμφίβολα στην ενίσχυση των αμυντικών και αυταρχικών αντανακλαστικών του μετεμφυλιακού κράτους. Ωστόσο πρόκειται για μιαν άλλη συζήτηση». Μετά το 1989 η πρόσβαση στα αρχεία των κρατών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης δίνει μια καλύτερη εικόνα των σχέσεων ανάμεσα στο ΚΚΕ και στα άλλα κομμουνιστικά κόμματα. Ελληνες και ξένοι ιστορικοί κατάφεραν να φέρουν στο φως ιστορικά τεκμήρια που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα τον ρόλο των ανατολικών συντρόφων στο ξέσπασμα και στη διεξαγωγή του εμφυλίου πολέμου, καθώς και τη δράση του ΚΚΕ στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Σε χώρες όπως η Τσεχία ή η Πολωνία, τα αρχειακά τεκμήρια για τη δεκαετία του ΄40 είναι σε γενικές γραμμές προσβάσιμα και ιδιαιτέρως αποκαλυπτικά. Με ερευνητικό πρόγραμμα που χρηματοδοτήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Γέιλ, οι υπογράφοντες σε συνεργασία με τον Στάθη Καλύβα αποκτήσαμε πρόσβαση σε έναν αριθμό αρχειακών πηγών οι οποίες βρίσκονται στην Τσεχοσλοβακία και αφορούν την περίοδο του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Τα έγγραφα φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχείο Πράγας (κάποια από αυτά στη Συλλογή Γκότβαλντ) και τα περισσότερα είναι προσβάσιμα στο ευρύ κοινό. Κάποια από τα συγκεκριμένα αρχεία ήταν ταξινομημένα ως «άκρως απόρρητα» και χρειάστηκε ιδιαίτερη επιμονή προκειμένου να ανοίξουν στους ερευνητές.
Η βοήθεια από τα βόρεια Τα αρχεία αυτά δείχνουν με σαφήνεια τη σημαντική ενίσχυση του Δημοκρατικού Στρατού από τα ανατολικά κράτη. Το ΚΚΕ εξαρτήθηκε απόλυτα από την υλική υποστήριξη των ξένων συντρόφων του. Χωρίς τη συστηματική ροή πολεμοφοδίων, τροφίμων και άλλου υλικού, την προστασία και εκπαίδευση των μαχητών στο έδαφος των γειτονικών χωρών, την περίθαλψη των τραυματιών, ο πόλεμος αυτός θα είχε λήξει πολύ νωρίτερα- αν είχε ποτέ αρχίσει. Τα αρχεία αποκαλύπτουν επιπλέον ότι ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν σε πλήρη αρμονία και εξυπηρέτησε τη λογική του «όπλου παρά πόδα» που η ηγεσία του ΚΚΕ διατύπωσε με το τέλος του Εμφυλίου. Στο πλαίσιο αυτό εντάχθηκε η κατασκοπική δράση καθώς και τα σαμποτάζ που σχεδιάστηκαν στα ανατολικά κράτη με συνεργασία των ανατολικοευρωπαίων κομμουνιστών και του ΚΚΕ. Η δράση αυτή, όπως πλέον αποκαλύπτουν τα αρχεία, κάθε άλλο παρά «κατασκευή της ΚΥΠ» υπήρξε, όπως θέλησε να την παρουσιάσει η προπαγάνδα του ΚΚΕ. Η ίδρυση της σχολής
Επιστολή του τότε Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη προς την ΚΕ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας με την οποία ζητεί να δοθεί άδεια στους αποφοίτους της σχολής ώστε να ξεκουραστούν πριν από την αποστολή τους στην Ελλάδα
Αμέσως μόλις τελείωσε ο Εμφύλιος, τον Νοέμβριο του 1949, σε γράμμα τους προς τον τσεχοσλοβάκο ηγέτη Κλέμεντ Γκότβαλντ και τον γενικό γραμματέα του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας Ρούντολφ Σλάνσκι, τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ Γιάννης Ιωαννίδης και Πέτρος Ρούσος διατύπωσαν τα αιτήματα του κόμματος: «(...).3. Χρειαζόμαστε τη βοήθειά Σας για τη λειτουργία σεμιναρίου για 40-50 συντρόφους που θα ειδικευτούν στην παράνομη τεχνική δουλειά,δηλαδή στην πρακτορειακή εξειδίκευσή τους σε ό,τι αφορά ασυρμάτους, κωδικοποίηση, φωτογραφήσεις, έκδοση ταυτοτήτων, βεβαιώσεων,σφραγίδων κλπ.,καθώς και για την έκδοση παράνομου Τύπου. 4. Θέλουμε να αποστείλουμε στη χώρα Σας 300 συντρόφους από το στρατό και τη νεολαία προκειμένου να λάβουν στρατιωτική εκπαίδευση στα νέα όπλα:αεροπορία- πτώση με αλεξίπτωτο,άρματα,πυροβολικό, μηχανικό κλπ. 5. Παρακαλούμε να μας εξασφαλίσετε 100 ασυρμάτους οι οποίοι είναι απαραίτητοι στις αντάρτικες ομάδες και για την επικοινωνία με τη χώρα μας. Χρειαζόμαστε 1.500 άρβυλα,φλογοβόλα και κονσέρβες για 1.500 άτομα για περίοδο έξι μηνών.» «Επιστολή Γ. Ιωαννίδη και Π. Ρούσου προς Κλ. Γκότβαλντ και Ρ. Σλάνσκυ, 19-11-1949». Ναrodnν archiv Ρraha (ΝΑΡ, Εθνικό Αρχείο Πράγας), ΚSΘ, ΪV, 100/24, Κlement Gottwald (Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας/ΚΕ, 100/24, Κλέμεντ Γκότβαλντ) - κ. 99/ φ. 1142. Οι εγκαταστάσεις και η εποπτεία Οι παραπάνω αξιώσεις υλοποιήθηκαν σε σημαντικό βαθμό από τους τσεχοσλοβάκους συντρόφους. Η πρώτη αναφορά των τσεχοσλοβακικών αρχείων στο θέμα της λειτουργίας της «Σχολής των Ελλήνων συντρόφων» στο Μικουλοβίτσε του νομού Γέσενικ στη Βόρεια Τσεχία (πολύ κοντά στα σύνορα με την Πολωνία) γίνεται στις 15 Δεκεμβρίου του 1949 και αφορά τις προετοιμασίες και τα μέτρα ασφαλείας των χώρων όπου επρόκειτο να εγκατασταθεί η «Σχολή». Ο τόπος εκπαίδευσης αποτελούσε τμήμα ενόςαπομακρυσμένου από τα μάτια των περιέργων- πρώην στρατοπέδου. Την υψηλή εποπτεία για τη λειτουργία της σχολής είχαν ο Μπέντριχ Γκέμιντερ, επικεφαλής του τμήματος Διεθνών Σχέσεων του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, και ο Κάρελ Σβαμπ, υφυπουργός Εθνικής Ασφαλείας και στέλεχος του «σκληρού» πυρήνα της ηγεσίας του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας σε θέματα «ειδικών επιχειρήσεων». Από το ΚΚΕ την ευθύνη είχαν ο Γ. Ιωαννίδης, ο οποίος επέλεξε τη λίστα των επίδοξων κατασκόπων (τα ονόματά τους βρίσκονται στο αρχείο), ο Β. Μπαρτζιώτας, ο οποίος κατάρτισε το πρόγραμμα της θεωρητικής τους εκπαίδευσης, και ο Βάσος Γεωργίου, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, ο οποίος ήταν παρών στην πρώτη φάση τουλάχιστον της εκπαίδευσης. Ενήμεροι ήταν επίσης οι Βλαντάς και Πορφυρογένης. Η «Σχολή» είχε τρεις διευθυντές: έναν Ελληνα (πιθανότατα τον Βάσο Γεωργίου) και δύο Τσεχοσλοβάκους, τους Μύλλερ και Ρέβελακ, οι οποίοι και επέλεξαν τους τσεχοσλοβάκους εκπαιδευτές των «Ελλήνων συντρόφων». Οι εκπαιδευτές ήταν ως επί το πλείστον αξιωματικοί του τσεχοσλοβακικού στρατού, «πολιτικά αξιόπιστοι». Το «τεχνικό πρόγραμμα» της εκπαίδευσης σχεδιάστηκε από το τσεχοσλοβακικό υπουργείο Εσωτερικών. Για τη φρούρηση της «Σχολής» επελέγησαν δέκα νεαροί αστυνομικοί με την ένδειξη «πολιτικά αξιόπιστος». Ο ίδιος χαρακτηρισμός ίσχυε για τον οικονομικό υπεύθυνο της σχολής (Νοβάκ, στέλεχος της Γραμματείας της ΚΕ του ΚΚΤσ.), τον μάγειρο, τους οδηγούς, τους γιατρούς και όποιο άλλο άτομο ερχόταν σε επαφή με τους εκπαιδευομένους (γινόταν προσπάθεια ο κύκλος αυτών των ατόμων να είναι όσο το δυνατόν περιορισμένος). ◗ Το πρόγραμμα μαθημάτων
Η λειτουργία της σχολής, με την πρώτη σειρά εκπαιδευομένων, άρχισε στις 14 Φεβρουαρίου 1950. Ελαβαν μέρος 41 εκπαιδευόμενοι, οι οποίοι «αποφοίτησαν» τον Αύγουστο του 1950. Πέρα από τα μαθήματα πολιτικής επιμόρφωσης, την ευθύνη την οποίων είχε το ΚΚΕ, η «τεχνική εκπαίδευση» της πρώτης σειράς επικεντρώθηκε σε θέματα επικοινωνιών (ασύρματος, κρυπτογράφηση, αποκρυπτογράφηση), η δε δεύτερη σειρά μαθητών ειδικεύτηκε σε θέματα παραχαράξεων εγγράφων και παράνομων εκτυπώσεων. Από το πρόγραμμα διδασκαλίας δεν έλειπαν μαθήματα χρήσης όπλων, αυτοάμυνας, κατασκευής εκρηκτικών μηχανισμών, μέθοδοι λειτουργίας παράνομων δικτύων κλπ. Το πρόγραμμα της «πολιτικής εκπαίδευσης» κατάρτισε ο Βασίλης Μπαρτζιώτας.
Σε ό,τι αφορά την «τεχνική εκπαίδευση» για το διάστημα από 16.2.1950 ως 6.5.1950 (προτού δηλαδή περάσουν στο πρόγραμμα ειδίκευσης) οι δύο διευθυντές αναφέρουν ότι οι εκπαιδευόμενοι διδάχτηκαν συνολικά 494 ώρες, δηλαδή 43 ώρες την εβδομάδα. Οι περισσότερες διδακτικές ώρες (135) ήταν αφιερωμένες στη ραδιοτηλεογραφία (εκπαιδευτής: Βάλντμαν), δηλαδή στην επικοινωνία μέσω ασυρμάτου. Για την εκπαίδευση χρησιμοποιούνταν τσεχοσλοβακικοί ασύρματοι Μeopta. Σαράντα τρεις διδακτικές ώρες αφιερώθηκαν στην κρυπτογραφία (εκπαιδευτής: Γκρουν). Σαράντα οκτώ ώρες στη χημεία (εκπαιδευτής: Χαλούπα)- αφορούσε την εργασία με σινική μελάνη καθώς και την προετοιμασία εκρηκτικών μηχανισμών με νιτρογλυκερίνη ή άλλα υλικά που μπορούσε κάποιος εύκολα να τα προμηθευτεί στην ελεύθερη αγορά. Εξήντα μία διδακτικές ώρες αφιερώθηκαν στη φωτογράφιση (εκπαιδευτής: Τσίχαρζ), δηλαδή στη δουλειά με φωτογραφική μηχανή, εμφάνιση φιλμ, φωτογράφιση ντοκουμέντων και εγγράφων, προετοιμασία χημικών για την εμφάνισή τους κλπ. Είκοσι οκτώ διδακτικές ώρες αφιερώθηκαν στις εκτυπώσεις (εκπαιδευτής: Μύλλερ)- ανατύπωση ντοκουμέντων, παραχάραξη εγγράφων, αναπαραγωγή σφραγίδων. Τριάντα έξι διδακτικές ώρες αφιερώθηκαν στο σαμποτάζ (εκπαιδευτής: Στρόουγκαλ). Τα παράπονα των Τσεχοσλοβάκων
Αναφερόταν ότι οι εκπαιδευόμενοι αποκτούσαν γνώσεις όλων των εκρηκτικών υλών και ήταν σε θέση να υπολογίσουν την επίδραση της έκρηξης σε διαφορετικά υλικά. Δεκαεννέα διδακτικές ώρες αφιερώθηκαν στην αυτοάμυνα (εκπαιδευτής: Πελτς). Εμαθαν να αμύνονται σε επιθέσεις με μαχαίρι, τουφέκι, πιστόλι και αυτόματο, διδάχτηκαν θανατηφόρα χτυπήματα και τρόπους θανάτωσης χωρίς την πρόκληση θορύβου. Δέκα διδακτικές ώρες αφιερώθηκαν για τον οπλισμό και 20 ώρες στη σκοποβολή (εκπαιδευτής: Πελτς). Οι εκπαιδευόμενοι έμαθαν τον χειρισμό διαφορετικών ειδών ατομικών όπλων και έκαναν σκοποβολή από διάφορες θέσεις. Εγιναν επίσης και μαθήματα οδήγησης αυτοκινήτου και μοτοσικλέτας στον ελεύθερο χρόνο των εκπαιδευομένων. Επρόκειτο αναμφίβολα για μια ολοκληρωμένη σχολή εκπαίδευσης κατασκόπων. Η πορεία της εκπαίδευσης αξιολογούνταν σε εβδομαδιαίες συνεδριάσεις των εκπαιδευτών και των επικεφαλής της κομματικής οργάνωσης των εκπαιδευομένων. Στην πρώτη αναλυτική έκθεση που έστειλαν οι δύο τσέχοι διευθυντές της σχολής στον πολιτικό προϊστάμενό τους στις 5 Ιουνίου 1950 γίνονται εκτενείς επισημάνσεις στις αδυναμίες της εκπαίδευσης (αναφέρεται, π.χ., το πρόβλημα της μετάφρασης και της αδυναμίας απευθείας επικοινωνίας μεταξύ εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων), ενώ εκφράζονται και παράπονα προς την πλευρά των «Ελλήνων συντρόφων». Ειδικότερα, αναφέρεται ότι η ηγεσία του ΚΚΕ παραφόρτωσε το πρόγραμμα της εκπαίδευσης με πολιτικά μαθήματα και δεν εκφράζονται κολακευτικές παρατηρήσεις για τις ικανότητες των επικεφαλής των « Ελλήνων συντρόφων », οι οποίοι « δείχνουν προβλήματα αφομοίωσης της ύλης αντί να είναι το παράδειγμα για τους υπόλοιπους ». Νarodni archiv Ρraha (Εθνικό Αρχείο Πράγας) fond 100/3 ΚSΘ ΪV (1945-1989)- svazek (τόμος) 146, aj. (μονάδα αρχείου) 572. Μετά την «αποφοίτηση» της πρώτης σειράς κατασκόπων ακολούθησε και δεύτερη σειρά εκπαιδευομένων. Και η εκπαίδευση αυτής της ομάδας διήρκεσε έξι μήνες (για την ακρίβεια, 25 εβδομάδες) ξεκινώντας από τα μέσα Φεβρουαρίου 1951. Από το πρόγραμμα διδασκαλίας ωστόσο διαφαίνεται η πρόθεση του ΚΚΕ να εκπαιδεύσει μια ομάδα κατασκόπων γυναικών, ηλικίας μεταξύ 40 και 50 ετών, οι οποίες, αφού αποστέλλονταν στην Ελλάδα, θα διεισέδυαν ως γραμματείς, υπηρετικό προσωπικό ή παραμάνες σε σπίτια πολιτικών και ανωτέρων στρατιωτικών με στόχο την υποκλοπή ευαίσθητων πληροφοριών. Αυτό εξάλλου διαφαίνεται και από την κατάρτιση του σχετικού «τεχνικού πλάνου διδασκαλίας», το οποίο περιελάμβανε εκτός όλων των υπόλοιπων μαθημάτων και 142 ώρες μαθημάτων σχετικά με την τακτοποίηση του νοικοκυριού (φύλαξη παιδιών κ.ά.). Το πρόγραμμα της «πολιτικής εκπαίδευσης» παρέμεινε απαράλλαχτο. Απλώς προστέθηκαν και 196 ώρες διδασκαλίας για την «οργάνωση της παράνομης δραστηριότητας». Η αποστολή στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τα τσεχικά αρχεία, κάποιοι απόφοιτοι της σχολής στάλθηκαν στη Σόφιαμέσω Βουδαπέστης και Βουκουρεστίου. Στο Βουκουρέστι τούς παρέλαβε ο έλληνας κατάσκοπος-σύνδεσμος με το όνομα «Αθανάσιος». Στη Σόφια παρέμειναν οκτώ ημέρες. Τους επισκέφτηκε ένα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του βουλγαρικού ΚΚ, ο οποίος έθεσε ως καθήκον την αναδιοργάνωση του ελληνικού Αγροτικού Κόμματος. Στη Σόφια σε αυτή την ομάδα προστέθηκαν άλλοι πέντε Ελληνες, εκ των οποίων οι δύο ήρθαν από την Ουγγαρία και ένας από την Πολωνία, απόφοιτοι όλοι τους παρόμοιων σχολών σε αυτές τις χώρες.
Διοικητής της ομάδας ήταν ο ομαδάρχης με το όνομα Φοίβος, βοηθοί του ο Περικλής Π., ο οποίος επρόκειτο να ενταχθεί στην ομάδα στην Ελλάδα, καθώς και ο Μιχαελής, ο οποίος επίσης εκπαιδεύτηκε στο Γέσενικ. Στις 6 Δεκεμβρίου 1950 η ομάδα οδηγήθηκε στη Σόφια σε ένα οίκημα όπου όλα τα μέλη της ομάδας παρέλαβαν από τη βουλγαρική αστυνομία στολές, γερμανικά πιστόλια και εφόδια. Από αυτό το οίκημα η ομάδα αναχώρησε στις 7 Δεκεμβρίου. Στο Κολάροβο περίμενε την ομάδα βούλγαρος στρατιώτης, ο οποίος τη συνόδεψε ως τα σύνορα. Στις 7.00 το πρωί η ομάδα πέρασε τα σύνορα. Στη Σελίκα συναντήθηκε η ομάδα με έναν ασυρματιστή και έναν κρυπτογράφο. Από αυτή τη θέση διατηρήθηκε επικοινωνία μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Αυτή η ομάδα ήταν το πρώτο τμήμα που στάλθηκε για κατασκοπεία και δραστηριότητα σαμποτάζ στην Ελλάδα. Η ανακάλυψη από την ΚΥΠ Η λειτουργία της «Σχολής» δεν έμεινε μυστική από την ελληνική ΚΥΠ, καθώς αυτή κατόρθωσε να συλλάβει έναν από τους πρώτους αποφοίτους της, οι οποίοι στο μεταξύ στάλθηκαν στην Ελλάδα προκειμένου να εκτελέσουν την πρώτη τους αποστολή, «σπάζοντας» έτσι το δίκτυο των πρακτόρων που έρχονταν από το εξωτερικό, προκαλώντας ανησυχία στους τσεχοσλοβάκους συντρόφους σε ανώτατο κομματικό και κυβερνητικό επίπεδο. Τον Ιανουάριο του 1951 παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές ο έλληνας παρτιζάνος «Τ-203», ο οποίος ομολόγησε για την εκπαίδευση που λαμβάνουν έλληνες κομμουνιστές στην Τσεχοσλοβακίακαι στη Βουλγαρία με σκοπό την εκτέλεση σαμποτάζ στην Ελλάδα και ειδικότερα τη διακοπή της σιδηροδρομικής επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας.
Τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ Πέτρος Ρούσος (αριστερά), Γιάννης Ιωαννίδης (μέσον) και Βασίλης Μπαρτζιώτας σε φωτογραφία τους κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Και οι τρεις ενεπλάκησαν στην ίδρυση της σχολής κατασκόπων του κόμματος στην Τσεχοσλοβακία αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου