Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πια, ότι σε όλο το δυτικό κόσμο η μεγάλη μάζα των διανοουμένων είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το κεφάλαιο ή από την εξουσία. Οι μηχανισμοί είναι γνωστότατοι. Η εύνοια, η συμμετοχή σε " ερευνητικά προγράμματα " που συνδέονται με την παραγωγή, η παροχή υπηρεσιών με την τυπική ιδιότητα του συμβούλου, του τεχνοκράτη, του εμπειρογνώμονα ή ακόμα και του «γκουρού», κατέστησαν την διανόηση «επάγγελμα»...».

Κ
. Τσουκαλάς

« It is now an undeniable fact that throughout the western world the intellectuals are strongly dependent on the capital and the «power». The mechanisms are well known. These are the favouritism, the participation in «research projects» associated with the production, the status of consultant, the technocrat, the expert, or even the «gurus».All these have made the intellectuals a professional cast of people in the service of political, economical and social elites.

C. Tsoukalas




Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ

Η Γερμανία από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933, προσπάθησε να αποφύγουν αναταραχή στα Βαλκάνια με την διατήρηση του status-quo, ενώ ταυτόχρονα επεδίωκε να αυξήσει την επιρροή της στις Βαλκανικές πρωτεύουσες. Για την Ελλάδα εδέχετο ότι ανήκε στην Αγγλική σφαίρα επιρροής, γεγονός το οποίο δεν της δημιουργούσε προβλήματα, εφόσον στην Ελλάδα δεν θα υπήρχε παρουσία Αγγλικών στρατευμάτων, τα οποία θα έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια των Ρουμανικών Πετρελαιοπηγών. Εξάλλου το πρωτόκολλο εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας εξασφάλιζε την απρόσκοπτο ροή του Ελληνικού χρωμίου και αλουμινίου, καθώς κι άλλων πρώτων υλών απαραιτήτων για την διατήρηση της πολεμικής ισχύος της Βέρμαχτ. Ο Ιωάννης Μεταξάς παρά τις Βρετανικές πιέσεις, δεν επέτρεψε στις ελάχιστες μοίρες των Βρετανικών αεροπορικών δυνάμεων να επιχειρούν στο πολεμικό μέτωπο της Αλβνίας από τα αεροδρόμια της Μακεδονίας, παρά μόνο από αυτά του Τατοΐου και του Χασανίου (Ελληνικού). Επίσης δεν εδέχθη ολίγον προ του θανάτου του την περιορισμένη στρατιωτική βοήθεια που του πρόσφερε ο Άγγλος στρατηγός Ουέιβελ κατά την επισκεψή του στην Αθήνα από τις 13-15 Ιανουαρίου 1941, καθόσον αυτή όχι μόνο δεν θα βοηθούσε αλλά θα προκαλούσε την Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα. Την ίδια εποχή η Βρετανία αδυνατούσε να φέρει εις πέρας τον πόλεμο με την Γερμανία λόγω οικονομικών δυσκολιών. Έπεισε όμως τον πρόεδρο Ρούσβελτ των Η.Π.Α. να φέρει προς ψήφιση στην Γερουσία το σχέδιο νόμου¨Lend-Lease¨ που προέβλεπε ουσιαστική ενίσχυση της πολεμικής μηχανής της Βρετανίας. Η παρουσία των Βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα και η βεβαία ήττα τους, θα επηρέαζαν θετικά την Αμερικανική κοινή γνώμη για την ψήφιση του νομοσχεδίου. Mετά τον θάνατο του Μεταξά (στις 31 Ιανουαρίου του 1941), η Ελληνική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κορυζή, έδωσε την συγκατάθεση της για την έλευση των Βρετανικών δυνάμεων στην χώρα μας τον Φεβρουάριο του 1941. Την ίδια στιγμή ο Ρούσβελτ ανεγνώρισε την σημασία της παρουσίας των Βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα και τηλεγράφησε στον Τσώρτσιλ: « εκτελέσατε ικανοποιητική εργασία στην Ελλάδα».

Ο Ι. Μεταξάς απεβίωσε από μία μάλλον ασήμαντη φλεγμονή του φάρυγγα η οποία κατέληξε σε «απόστημα παρααμυγδαλικόν που παρουσίασε εν συνεχεία τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκάς». Την ίδια ημέρα δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Βραδινή η εξής είδηση: «Ο Άγγλος υποστράτηγος Ντ Άλμπιάκ ελθών αεροπορικώς εκ Κρήτης , συνοδεύετο από τον Άγγλο αρχίατρο του Ναυτικού, όστις και έκανε ιδιοχείρως ένεση εις τον ασθενή»….

Κατά την διάρκεια της κατοχής, ο διοικητής Ασφαλείας Αθηνών αστυνόμος Παξινός μετέβη στο Καΐρο. Σε μία δεξίωση, ο Παξινός αποκάλυψε σε ¨Αγγλο διπλωμάτη ότι «εγνώριζε τα πάντα για τον θάνατο του Μεταξά» και ότι έγγραφε ένα βιβλίο για το θέμα αυτό. Ο Άγγλος τον χαιρέτησε και απομακρύνθηκε αμέσως. Ο Παξινός έφυγε αργά από την δεξίωση και την επόμενη μέρα βρέθηκε μαχαιρωμένος στα σοκάκια του Καΐρου. Η Αστυνομία ανακοίνωσε εσπευσμένα και χωρίς δικαστική έρευνα ότι πρώτα ληστεύθηκε και μετά δολοφονήθηκε....

1. Αννίβας Βελίδης, «Κατοχή Γερμανική Πολιτική, Διοίκηση στην Κατεχόμενη Ελλάδα». Αθήνα 2008, Εκδ. Ενάλιος

2. C. Buckley, «Greece and Crete», 1941, σελ. 139.

3. Γ. Νικολούδης, «Κατάσκοποι και Σαμποτέρ στην κατεχόμενη Ελλάδα (1941-1944» Αθήνα 2004, Εκδ. Περισκόπιο.

Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΔΙΟΦΥΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ

Στίς 26 Οκτωβρίου του 1912, ο Ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την Θεσσαλονίκη, μετά από επιτυχημένη προέλαση τριών εβδομάδων, που συνεχιζόταν απρόσκοπτη από τις 5 Οκτωβρίου,1912 όταν ο Ελληνικός στρατός με αιχμή του δόρατος το θρυλικό 9ον Σύνταγμα Καλαμών, το 8ον Σπάρτης και το 11ον Τριπόλεως, διέσχισε τα σύνορα της «Ελλάδας της Μελούνας» εισερχόμενο στην Μακεδονία. Το άρτιο επιθετικό σχέδιο του στρατού μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια , εκπονήθηκε από τον Ιωάννη Μεταξά, μέλος του επιτελείου των επιχειρήσεων του Βασιλέως Κωνσταντίνου.

Στις 6 Ιανουαρίου του 1913, ο Κωνσταντίνος και το επιτελείο του έφτασαν στο πεδίο των επιχειρήσεων του οχυρού «Μπιζάνι», το οποίο υπήρξε ένα φυσικό απόρθητο φρούριο με οχυρωματικά έργα σε περίμετρο 50 χιλιομέτρων, με χιλιάδες πολυβολεία και εκατοντάδες σταθερές θέσεις πυροβολικού, που υπερασπίζοντο 60000 Τούρκοι. Αμέσως, ο Ιωάννης Μεταξάς συνέταξε ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ το σχέδιο της εκπόρθησης του οχυρού [1]. Βάσει αυτού του σχεδίου, το φοβερό οχυρό Μπιζάνι, που είχε στοιχίσει την ζωή χιλιάδων Ευζόνων μέχρι τότε, έπεσε σε λίγες ώρες μετά την γενική επίθεση του στρατού μας, που άρχισε στις 21 Φεβρουαρίου 1913, με αποτέλεσμα ο Ελληνικός στρατός να απελευθερώσει τα Γιάννενα στις 22 Φεβρουαρίου 1913. Ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε ο οξύτερος νους του Γενικού Επιτελείου Στρατού μέχρι το 1919 που παραιτήθηκε. Όχι μόνο συνέταξε τα σχέδια εκπόρθησης του Μπιζανίου και αργότερα των Βουλγαρικών οχυρών του Κιλκίς και Λαχανά), αλλά προσωπικά συνέταζε τις εκατοντάδες των διαταγών προς τα σώματα, μέχρι το επίπεδο διμοιρίας, μέχρι την παραμικρότερη λεπτομέρεια μη αφήνων τίποτα στην τύχη.

Το 1916 με λεπτομερή αιτιολόγηση, απέτρεψε τον Βενιζέλο από το να αποβιβάσει τον Ελληνικό Στρατό στην Καλλίπολη. Τα αποτελέσματα της εκστρατείας στην Καλλίπολη των στρατευμάτων της Κοινοπολιτείας το 1918, με εισήγηση του Τζώρτζιλ υπουργού του Βρετανικού ναυτικού τότε, και πατέρα της συμμαχικής νίκης αργότερα στον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο, τα γνωρίζουμε…. Ολοκληρωτική καθήλωση, σφαγή και καταστροφή του εκστρατευτικού σώματος από τα τουρκικά πολυβόλα στο σημείο της απόβασης . Προέβλεψε επίσης το ανέφικτο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την επερχόμενη καταστροφή τασσόμενος ανεπιφύλακτα εναντίον της. Μόλις έγινε πρωθυπουργός το 1936, σχεδίασε άμεσα και εκτέλεσε ένα αρτιο σχέδιο ανασυγκρότησης του στρατού, προβλέποντας τον επερχόμενο πόλεμο με την Ιταλία, ούτως ώστε να είναι πανέτοιμος και να μην αιφνιδιασθεί την 28 ην Οκτωβρίου 1940.

Τα γεγονότα των δικαίωσαν, όπως κάποτε θα τον δικαιώσει και η ιστορία!

Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει.

[1] Σπύρου Μελά, «Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913»,ΤΟ ΒΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Τόμος 3ος, Αθήναι 2009.

Τρίτη, 27 Οκτωβρίου 2009

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΦΑΡΑΚΟΣ:ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΑ ΕΓΩ ΠΑΡΕΥΡΕΘΗΚΑ.ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΜΕΤΑΞΑΣ ΕΚΛΑΙΓΕ ΟΛΗ Η ΠΟΛΗ

Καθημερινή 28 Οκτωβρίου 2006

Ο ρόλος του Μεταξά στον πόλεμο του ’40

Του Γεωργίου Π. Μαλουχου

Tο καλοκαίρι του 1940 η Γερμανία είχε ήδη καταλάβει περίπου τη μισή Eυρώπη. Στη Pώμη, o Μουσολίνι έβλεπε ότι ο Χίτλερ, παλιός φανατικός θαυμαστής και μαθητής του, έχτιζε τώρα στη θέση του τη φασιστική αυτοκρατορία που εκείνος είχε πρώτος ονειρευτεί. Κι αυτό ήταν ιδιαίτερα επώδυνο για τον Ντούτσε. Το καλοκαίρι του 1940, ο Ιταλός δικτάτορας μπορούσε πια να προβλέψει ότι δεν θα έμεναν και πολλά για τη δική του «νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία». Το μόνο που του έμενε, ήταν να προλάβει ν’ «αρπάξει» ό,τι μπορούσε απ’ τα Βαλκάνια. Eτσι, στις 15 Aυγούστου του 1940, οι Iταλοί τορπιλίζουν την «Eλλη» στην Τήνο. Για την Ελλάδα, εκείνη ήταν η πρώτη ημέρα του πολέμου.

Οι ανταγωνισμοί εντός του Αξονα υπήρξαν καθοριστικοί και για την επίθεση και τη στιγμή στην οποία αυτή εκδηλώθηκε. Οπως προκύπτει από πηγές των ιταλικών επιτελείων και των μυστικών υπηρεσιών της χώρας, οι Ιταλοί θα είχαν αρχίσει τον πόλεμο ήδη από την επομένη του τορπιλισμού της «Ελλης» αν δεν τους είχαν σταματήσει, σχεδόν διατάζοντάς τους, οι Γερμανοί. Αντιθέτως, όμως, ίσως δεν θα είχαν επιλέξει την 28η Οκτωβρίου για την επίθεση, αλλά πιθανότατα θα είχαν καθυστερήσει την επίθεση στην Ελλάδα, αν ο Μουσολίνι δεν είχε γίνει έξαλλος με τον Χίτλερ όταν έμαθε από τις εφημερίδες τη γερμανική εισβολή στη Ρουμανία, που τον φόβισε πως η Ρώμη θα μείνει τελικά δίχως «λάφυρα» πολέμου.

Το δόγμα Βενιζέλου

Στην Αθήνα, ελληνικά επιτελικά κείμενα της εποχής δείχνουν ότι η κύρια στρατηγική απόφαση του Mεταξά ήταν ότι δεν θα έκανε η Eλλάδα την πρώτη πράξη του πολέμου. Ο Μεταξάς είχε σπουδάσει τη στρατιωτική τέχνη στη Γερμανία, χώρα με την οποία είχε στενότατους δεσμούς. Όμως, το γεγονός αυτό δεν θόλωνε την πολιτική του κρίση. Κατ’ ουσίαν, ακολουθούσε πιστά το βασικό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, που ήθελε την Ελλάδα σε συμμαχία με την Αγγλία ως μεγάλη θαλασσοκράτειρα δύναμη της εποχής.

Από την άλλη πλευρά, την ίδια στιγμή, ο Μεταξάς γνώριζε πολύ καλά ότι είτε με νίκη των Ιταλών είτε με ήττα τους, η εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο θα κατέβαζε αναγκαστικά γρήγορα και τους Γερμανούς στην Ελλάδα, κάτι που ήθελε πάση θυσία να αποφύγει. Κι αυτό, επειδή ήταν πεπεισμένος ότι η Αγγλία, η μοναδική άλλη χώρα που το καλοκαίρι του ’40 πολεμούσε τον Αξονα, πάλευε με όλη της τη δύναμη για την ίδια την ύπαρξή της και δεν θα ήταν σε θέση να βοηθήσει πραγματικά την Ελλάδα, την οποία ουδέποτε είδε ως κύριο μέτωπο αγώνα. Ετσι, αν και προετοίμαζε στρατιωτικά τη χώρα όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσε, ταυτόχρονα, έκανε και ό,τι ήταν δυνατόν για να κρατήσει την ελληνική ουδετερότητα.

«Σιωπηρή επιστράτευση»

Για τις επόμενες 70 ημέρες από τον τορπιλισμό της «Ελλης», επικράτησε η «ηρεμία πριν από την καταιγίδα». Μ’ ένα πρωτοποριακό σύστημα «σιωπηρής επιστράτευσης» με ατομικές προσκλήσεις, ο Μεταξάς πρόλαβε να ετοιμάσει τον στρατό χωρίς να δώσει την αφορμή για πόλεμο. Μέχρι που, τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, το αυτοκίνητο του Ιταλού πρέσβη έφτασε έξω από το σπίτι του στην Κηφισιά...

Πέρα από την καθαρά στρατιωτική προετοιμασία, ένα εξαιρετικά κρίσιμο θέμα για την αποτελεσματική είσοδο της Eλλάδας στον πόλεμο ήταν η εθνική ομοψυχία. Kι αυτή συνδεόταν άρρηκτα με τη στάση της Aριστεράς. Aπό τη φυλακή, όπου βρισκόταν, ο γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Eλλάδας, Nίκος Zαχαριάδης, με μια ιστορική επιστολή του, χάραξε από την πρώτη στιγμή τη στάση της «πατριωτικής αριστεράς». H συμβολή του αυτή υπήρξε καθοριστική για την ενότητα του ελληνικού λαού και τη νίκη.

Οι νίκες του ελληνικού στρατού οδήγησαν σε μια μοναδικότητα σε όλο τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: ο ελληνικός ηρωισμός χαιρετίστηκε επίσημα και από τους δύο μεγάλους ηγέτες των δύο αντιπάλων στρατοπέδων· από τον Tσόρτσιλ στην αγγλική Βουλή και από τον Xίτλερ στο Pάιχσταγκ.

Νίκες μέχρι τέλους

Oμως, αυτή η νίκη των Eλλήνων επί των Iταλών δεν έμελλε να φέρει και τους καρπούς της ελευθερίας. Mέσα σε έξι μήνες από τη μέρα που ο Mεταξάς είπε το «Oχι», οι Γερμανοί εισέβαλαν τελικά στην Eλλάδα. Eτσι, τον Aπρίλιο του 1941, η Eλλάδα ήταν η μοναδική χώρα όχι απλώς στην Eυρώπη αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο που πολεμούσε όχι με μία, αλλά ταυτόχρονα με δύο χώρες του Aξονα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι, ενώ στις 6 Aπριλίου του 1941 εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση στη Mακεδονία, ακόμη και την επόμενη ημέρα, στις 7 Aπριλίου, οι ελληνικές δυνάμεις καταλάμβαναν το «Υψωμα 1.116» και συνελάμβαναν αιχμαλώτους 20 Iταλούς αξιωματικούς και 527 Iταλούς οπλίτες στο αλβανικό μέτωπο...

Τα Ντοκουμέντα του ΣΚΑΪ

Το δίωρο ντοκιμαντέρ των Ντοκουμέντων του ΣΚΑΪ για την 28η Οκτωβρίου και τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κατωμερή, προβάλλεται την Κυριακή το βράδυ σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, στις 11 μ.μ., πραγματεύεται τα γεγονότα από τη βύθιση της Ελλης μέχρι την κήρυξη του πολέμου και το «Οχι» του Ιωάννη Μεταξά. Το δεύτερο μέρος, που προβάλλεται αμέσως μετά, 15 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, πραγματεύεται τα όσα συνέβησαν από τις πρώτες νικηφόρες μάχες του ελληνικού στρατού μέχρι τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 και τη συνθηκολόγηση. Για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ, τα Ντοκουμέντα ταξίδεψαν στην Ιταλία και την Αγγλία, καθώς και στα πεδία των μαχών του ελληνοϊταλικού πολέμου, ενώ προβάλλουν ιδιαίτερα σπάνιο κινηματογραφικό υλικό τόσο από τις πολεμικές επιχειρήσεις όσο και από τις διπλωματικές διεργασίες που προηγήθηκαν του πολέμου στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γερμανία και την Αγγλία.

Την πορεία των γεγονότων στους μήνες από τη βύθιση της Ελλης μέχρι και τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, συνθέτουν πολυάριθμες μαρτυρίες βετεράνων αλλά και αμάχων της εποχής, καθώς και αναλύσεις στρατιωτικών, ιστορικών και πολιτικών. Μεταξύ αυτών, η «Κ» δημοσιεύει σήμερα αποσπάσματα από θέσεις που αναπτύσσουν στα Ντοκουμέντα ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού αντιστράτηγος Δημ. Γράψας, ο τέως γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Γρηγόρης Φαράκος, ο Μίκης Θεοδωράκης, που έζησε νεαρός τα γεγονότα στην Τρίπολη και ο δρ Φραντσέσκο Ανγκελόνε από το Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών S. Pio V, της Ρώμης.

Η μυστηριώδης φωτογραφία

Η φωτογραφία αυτή αποτελεί τμήμα ενός σπανιότατου φιλμ το οποίο προβάλλεται στο πλαίσιο των Ντοκουμέντων του ΣΚΑΪ «Από την 4η Αυγούστου στην 28η Οκτωβρίου και το έπος του ’40», την Κυριακή στις 11 το βράδυ. Η φωτογραφία απεικονίζει τον Ιωάννη Μεταξά και τον Ιταλό πρέσβη Εμμανουέλε Γκράτσι, στο σπίτι του πρώτου στην Κηφισιά. Τα ερωτήματα που εγείρονται είναι πολλά. Ιστορικοί της περιόδου, που εξέτασαν το φιλμ και τη φωτογραφία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία, θεωρούν ότι πρόκειται πραγματικά για τους Μεταξά και Γκράτσι. Ομως, η εγγονή του Ιωάννη Μεταξά, αρχαιολόγος και ερευνήτρια Ιωάννα Φωκά, θεωρεί ότι πρόκειται για προϊόν μεταγενέστερης δραματοποίησης, με ηθοποιούς. Ωστόσο, το μυστήριο επιτείνεται, καθώς η κ. Φωκά παραδέχεται ότι, χωρίς αμφιβολία, πρόκειται πράγματι για το σπίτι της Κηφισιάς, αλλά δεν γνωρίζει από ποιους, γιατί, πότε και υπό ποίες συνθήκες μια τέτοια δραματοποίηση του «ΟΧΙ» θα μπορούσε να έχει γυριστεί...

Η προέλευση του φιλμ, που προβάλλεται ολόκληρο από τα Ντοκουμέντα και στο οποίο ο Γκράτσι δίνει ένα χαρτί στον Μεταξά και αυτός το διαβάζει σκεπτικός, παραμένει άγνωστη. Σε αυτό περιλαμβάνονται και πλάνα του Μεταξά να εγκαταλείπει το σπίτι και να μπαίνει στο αυτοκίνητό του. Τελικά, τα ενδεχόμενα είναι τα ακόλουθα:

- Πρόκειται πράγματι για δραματοποίηση, που όμως έγινε υπό άγνωστες συνθήκες και με άγνωστους ηθοποιούς που είναι... ίδιοι με τον Μεταξά και τον Γκράτσι και ξεγελούν ακόμα και σήμερα τους πάντες.

- Πρόκειται για πραγματικό φιλμ. Σε αυτή την περίπτωση, που από τους ειδικούς που το εξέτασαν θεωρείται σχεδόν βέβαιη, υπάρχουν πια τρία ενδεχόμενα:

1. Το πιθανότερο είναι ότι το φιλμ γυρίστηκε σε μία από τις (αρκετές) επισκέψεις του Γκράτσι στην Κηφισιά πριν από την 28η Οκτωβρίου, επισκέψεις που καταγράφονται και στο ημερολόγιο του Μεταξά – τότε, όμως, γιατί ο πρωθυπουργός να τον δεχθεί φορώντας τη ρόμπα του;

2. Η σκηνή δραματοποιήθηκε με εντολή του Μεταξά για την Ιστορία μετά την 28η Οκτωβρίου. Αυτό πρέπει να θεωρείται αδύνατον, καθώς θα έπρεπε να είναι παρών και ο Γκράτσι, ο οποίος πάντως έμεινε στην Αθήνα για περίπου ένα μήνα μετά την κήρυξη του πολέμου.

3. Πρόκειται για το ίδιο το βράδυ του «ΟΧΙ», στις 28 Οκτωβρίου 1940. Βέβαια, αν επρόκειτο για κάτι τέτοιο, θα άλλαζε δραματικά τα όσα γνωρίζουμε για το σημαντικότερο βράδυ της ελληνικής Ιστορίας του 20ού αιώνα.

Αντιστράτηγος Δημήτριος Γράψας *

Η Ελλάδα, εκείνη την περίοδο, πολεμούσε μόνη, χωρίς συμμάχους

«...Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο πολεμούσε μόνη, χωρίς συμμάχους. Οι Βρετανοί έβλεπαν ως πιο στρατηγικό χώρο την Τουρκία και λιγότερο τον χώρο της Ελλάδος, τον οποίο αντιμετώπιζαν κυρίως ως αντιπερισπασμό ως προς τις επιχειρήσεις στη Βόρειο Αφρική. Γι’ αυτό και το 1939, είχαν υπογράψει με την Τουρκία το σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας. Βέβαια, με την εξέλιξη των γεγονότων, οι νίκες των Ελλήνων άρχισαν να επηρεάζουν στρατιωτικά την περιοχή. Και θα μπορούσα να πω, όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και ηθικά, διότι ήταν η πρώτη χώρα –και μάλιστα μικρή χώρα–, η οποία επέφερε νικηφόρο πλήγμα στον Αξονα και με αυτές τις νίκες της έδινε στους λαούς, στους χειμαζόμενους τότε κατεκτημένους λαούς από τον Αξονα μια νέα ελπίδα ότι ο αγώνας θα μπορούσε να είναι νικηφόρος. Ετσι και η Βρετανία άρχισε να βλέπει αυτό το μέτωπο με άλλο μάτι και προσπάθησε να το ενισχύσει...

...Το ΓΕΣ, αφού αντελήφθη ότι ο αγώνας στον παραλιακό τομέα δεν είχε αποτελέσματα για τους εχθρούς και ότι ο κίνδυνος προερχόταν από τη δευτερεύουσα προσπάθεια, συγκέντρωσε δυνάμεις με τις οποίες έπληξε την ιταλική μεραρχία Τζούλια στο πλευρό, με αποτέλεσμα να την καταστρέψει και να την αναγκάσει σε υποχώρηση. Ηταν ένας στρατηγικός αλλά και επιχειρησιακός ελιγμός, αφού με πολύ λιγότερες δυνάμεις και μέσα κατάφερε να διατηρήσει το μέτωπο Ελαίας - Καλαμά, αλλά και στη συνέχεια να προβεί σε ένα νικηφόρο αγώνα. Σημαντικό ρόλο στον αγώνα αυτό, μπορούμε να πούμε ότι έπαιξε η απόφαση του στρατηγού Κατσιμήτρου, διοικητού της 8ης Μεραρχίας πεζικού, ο οποίος επέμενε και έδωσε τον αγώνα σε αυτή τη γραμμή...

...Πιστεύω ότι ο λόγος της ήττας των Ιταλών ήταν η κακή εκτίμηση που είχαν για τις δυνατότητες του ελληνικού στρατού, η κακή εκτίμηση που είχαν για τη θέληση του ελληνικού στρατού, του ελληνικού έθνους να πολεμήσει. Είχαν προετοιμαστεί περισσότερο για ένα στρατιωτικό περίπατο, παρά για να δώσουνε σημαντικές, σκληρές μάχες, φονικές μάχες όπως αυτές που διεξήχθησαν στο μέτωπο της Βόρειας Ηπείρου...»

* Ο αντιστράτηγος Δημήτριος Γράψας είναι αρχηγός ΓΕΣ.

Μίκης Θεοδωράκης

Εκλαιγε όλη η πόλη για τον Μεταξά

«...Οταν έπεφτε μια πόλη, “έπεφτε” όλη η Ελλάδα: έβγαινε όλος ο κόσμος έξω, χτυπάγανε οι καμπάνες κι ο κόσμος τραγουδούσε, χόρευε, φίλαγε ο ένας τον άλλο... Κι αυτό γινότανε κάθε βδομάδα, διότι κάθε βδομάδα έπεφτε η μία αλβανική πόλη μετά την άλλη. Τέτοια έξαρση πατριωτισμού δεν νομίζω να την ξανάζησαν οι Ελληνες...

...Ο θάνατος του Μεταξά ήταν ένα μεγάλο σοκ. Ο Μεταξάς ήταν πολύ τυχερός διότι συνέδεσε το όνομά του με το “Οχι”, συνέδεσε το όνομά του με τη νίκη και πέθανε σε μια κορύφωση νίκης. Στην Τρίπολη, πρέπει να σου πω ότι έγιναν μνημόσυνα σε διάφορες εκκλησίες. Κι εμείς πήγαμε σε μια εκκλησία, όχι στη μητρόπολη, σε μια άλλη, πιο μικρή. Την ώρα λοιπόν του μνημοσύνου, ο κόσμος έκλαιγε τόσο γοερά, ώστε από τη μία εκκλησία στην άλλη άκουγες τα κλάματα. Εκλαιγε όλη η πόλη για τον Μεταξά. Τόσο τυχερός ήταν δηλαδή, έτυχε η κατάλληλη στιγμή να πει το “Οχι” και μετά να πεθάνει... Και πίσω από το “Οχι” αυτό, δείχνει ότι ήταν ίσως ο μοναδικός πολιτικός στην Ευρώπη που δεν πίστευε στη νίκη του Χίτλερ. Πίστευε δηλαδή ότι θα νικήσουν οι Εγγλέζοι, κάτι που εκείνη τη στιγμή έμοιαζε παράλογο. Και, βεβαίως, ταίριαζε πολύ και με τη νοοτροπία του θρόνου, που ήταν αγγλόφιλος...».

Γρηγόρης Φαράκος*

Στην κηδεία του Μεταξά εγώ παρευρέθηκα

«...Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου το περίμενα γιατί θα είχα το πρώτο μου μάθημα στο πρώτο έτος του Πολυτεχνείου... Εκείνο που αισθάνομαι μέχρι τώρα –και πιστεύω το αισθάνεται και ο περισσότερος κόσμος από τότε– ήταν ότι η ζωή, γενικά η ζωή και της χώρας και του κάθε ατόμου, χωρίστηκε στα δύο. Στο πριν και το μετά. Κι αυτό κατά τη γνώμη μου καθόρισε και την εξέλιξη όλης της χώρας στα κατοπινά.

...Η στάση της Σοβιετικής Ενωσης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ήταν διφορούμενη. Επιπλέον, το σοβιετογερμανικό Σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπερντοφ δημιούργησε προβλήματα σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης που είχαν ταχθεί κατά του Αξονα...

...Είναι γνωστό ότι κατοπινά έχει γίνει μια κριτική στο γράμμα του Ζαχαριάδη από τη φυλακή, ότι ήταν υπερπατριωτικό, ότι είχε και άλλες άστοχες εκφράσεις. Αν το προσέξεις δεν έχει ούτε άστοχες εκφράσεις ούτε τίποτα. Μακάρι τη γραμμή αυτή (την ακολούθησε βέβαια το ΚΚΕ στα χρόνια της Κατοχής), μακάρι να την ακολουθούσε ακόμα πιο σταθερά και μόνιμα. Οποια άλλη γνώμη κι αν έχει και ό,τι κι αν σκέφτεται κανείς για τον Ζαχαριάδη, οφείλει να του αναγνωρίσει αυτή τη μεγάλη υποθήκη που άφησε εκείνη τη στιγμή προς τον ελληνικό λαό και προς το κόμμα του...

...Ο,τι και να πεις για τον Μεταξά, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου εξέφρασε το λαϊκό αίσθημα. Και βεβαίως, επειδή και το ΚΚΕ αυτή είχε ως μοναδική κατεύθυνση, με αυτή την έννοια ταυτίζονται... Βεβαίως, αρνιέμαι τους διθυράμβους που συνήθως ακούγονται υπέρ του Μεταξά που είπε το “Οχι”, αλλά και από την άλλη μεριά, δεν μπορώ να δεχθώ αυτή τη συνεχή κριτική των αριστερών, οι οποίοι δεν είπαν ΠΟΤΕ ότι εν πάση περιπτώσει ο Μεταξάς εκείνο το πρωί είπε αυτό που αισθανόταν όλος ο ελληνικός λαός. Και θα πω και κάτι ακόμα: Στην κηδεία του Μεταξά εγώ παρευρέθηκα. Ημουν από εκείνους που με τίποτα δεν τον ήθελα, αλλά παρευρέθηκα. Και παρευρέθηκε πολύς τέτοιος κόσμος...».

* Ο κ. Γρηγόρης Φαράκος είναι τέως γ.γ. του ΚΚΕ.

Δρ Φραντσέσκο Ανγκελόνε*

Λάθος πληροφορίες για τον ελληνικό στρατό

«...Η αποτυχία οφείλεται και σε λάθος εκτιμήσεις εκ μέρους της ιταλικής κυβέρνησης. Οι εκτιμήσεις αυτές ήταν βασισμένες σε λανθασμένες πληροφορίες των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών από την Αθήνα και, συγκεκριμένα, σε μια αναφορά η οποία περιέγραφε μια καθόλου ρεαλιστική κατάσταση... Οι ιταλικές στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες χαρακτήριζαν τον ελληνικό στρατό ημιδιαλυμένο και κακώς εξοπλισμένο.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα όσα πίστευαν διάφοροι αξιωματούχοι του Ιταλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, οδήγησαν στο εσφαλμένο συμπέρασμα πως ο πόλεμος εναντίον της Ελλάδος θα τελείωνε εύκολα και γρήγορα. Προφανώς δεν έγινε έτσι. Δεν έγινε έτσι γιατί ο ελληνικός στρατός μόνο κακώς εξοπλισμένος δεν ήταν... Επιπλέον δεν χρησιμοποιήθηκε ικανός αριθμός μεραρχιών, όπως σημείωσαν άλλωστε και ορισμένοι στρατηγοί του ιταλικού Γενικού Επιτελείου.

Ενα σύνολο 19 - 20 μεραρχιών θεωρούνταν δυνάμεις ικανές να επιτεθούν και να καταλάβουν με επιτυχία την Ελλάδα. Τελικά χρησιμοποιήθηκαν πολύ λιγότερες μεραρχίες. Δεν κινητοποιήθηκαν οι ειδικές μονάδες για επιχειρήσεις σε ορεινές περιοχές και όλα αυτά οδήγησαν στην αποτυχία της επίθεσης...».

Κυριακή, 25 Οκτωβρίου 2009

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1940: ΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΤΟ «ΟΧΙ»

Καθημερίνη 28-10-2008

Tου Aντωνη Kαρκαγιαννη

Μερικά ερωτήματα σχετικά με τον πόλεμο του 1940, 68 χρόνια μετά την 28η Οκτωβρίου, παραμένουν όχι ακριβώς αναπάντητα, αλλά μετέωρα μεταξύ ιστορικής αλήθειας και μύθου. Και εκεί ακόμα που υπάρχουν ικανοποιητικές ιστορικές μελέτες λειτουργεί ταυτόχρονα ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο διαμορφώνονται τα γεγονότα στη συλλογική συνείδηση ενός λαού. Είναι αυτό που ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Χάγκεν Φλάισερ, στο τελευταίο του βιβλίο, ονομάζει «δημόσια ιστορία» για να τη διαφοροποιήσει από την επιστήμη της Ιστορίας. Η «δημόσια ιστορία» δεν γράφεται από ιστορικούς με επιστημονικά κριτήρια και έπειτα από έρευνα. Γράφεται από πολιτικούς με κριτήριο πολιτικές επιδιώξεις, από δημοσιογράφους (ενίοτε με την προχειρότητα που χαρακτηρίζει το επάγγελμά μας), από σκηνοθέτες του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, από λαϊκούς αφηγητές και παραμυθάδες και από πολλούς άλλους, ίσως καλοπροαίρετους ανθρώπους, που όμως δεν είναι ιστορικοί. Θα αναφερθούμε σε μερικά μόνο ερωτήματα που εξακολουθούν να είναι μετέωρα σε αυτήν τη «δημόσια ιστορία».

Ποιος είπε το ΟΧΙ; Το είπε ο Μεταξάς τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, χωρίς να συνεννοηθεί προηγουμένως με κανέναν, ούτε με τον βασιλιά (που ήταν η κύρια πηγή της πολιτικής του δύναμης) ούτε με τους υπουργούς του. Αυτό σημαίνει ότι το ΟΧΙ το είχε επεξεργασθεί και το είχε αποφασίσει από πριν, ίσως από χρόνια. Και δεν ήταν το ΟΧΙ προς την Ιταλία μόνο. Ο «γερμανόφιλος» Μεταξάς του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχε αυταπάτες, γνώριζε ότι το ΟΧΙ απευθύνεται στον Αξονα Γερμανίας - Ιταλίας. Το ΟΧΙ το είπε ο Μεταξάς και πίσω του ομόθυμα, παραμερίζοντας τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές, συντάχθηκε ολόκληρος ο λαός. Είναι η ορθότερη και λογικότερη σχέση μεταξύ ηγεσίας και λαού. Να αποφασίζει η ηγεσία, να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία και να κρίνεται από το αν θα ακολουθήσει ο λαός. Οι σημερινές ηγεσίες δεν τολμούν να αποφασίσουν τίποτα διαφορετικό ή αντίθετο με τις δημοσκοπήσεις...

Το δεύτερο μετέωρο ερώτημα είναι αν ο Μεταξάς άφησε τη χώρα πολιτικά (και άρα στο φρόνημα) και υλικά απαράσκευη για να αντιμετωπίσει την επίθεση: Η χώρα πολιτικά ήταν, πράγματι, βαθύτατα διχασμένη, αλλά ξεπέρασε αστραπιαία τον διχασμό της (και ουσιαστικά τον αναίρεσε) με το ΟΧΙ του Μεταξά. Κατά τη γνώμη μου, είναι μεγάλη η πολιτική σημασία του πρώτου γράμματος του Νίκου Ζαχαριάδη, ηγέτη τότε του ΚΚΕ, που παρά τους διωγμούς που δέχθηκε ο ίδιος και το κόμμα του τάχθηκε ανεπιφύλακτα πίσω από το ΟΧΙ του Μεταξά.

Ως προς το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, αν άφησε τη χώρα υλικά απαράσκευη, η απάντηση δόθηκε στο πεδίο της μάχης, τουλάχιστον ώς τις αρχές της άνοιξης του 1941. Είναι βέβαια γνωστό το σύνθημα και η πεποίθηση ότι η Ελλάδα αντιμετώπισε κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις τις οποίες κατανίκησε με την ευψυχία λαού και στρατού.

Αυτό είναι εν μέρει ορθό. Η ευψυχία δεν αμφισβητείται από κανέναν. Οχι γιατί οι Ιταλοί ήταν... «δειλοί μακαρονάδες». Αλλά γιατί αυτοί δεν είχαν ζωτικό λόγο να πολεμήσουν, ενώ εμείς είχαμε.

Οι δυνάμεις της Ελλάδας ήταν υποδεέστερες σε σύγκριση με το σύνολο των δυνάμεων που μπορούσε να κινητοποιήσει η Ιταλία. Σε σύγκριση με τις δυνάμεις που κατόρθωσε να παρατάξει στο μέτωπο της Ηπείρου και της Αλβανίας, από όσα έχω διαβάσει, τείνω να σχηματίσω την πεποίθηση ότι ο ελληνικός στρατός, ώς τον Μάρτιο του 1941, είχε σαφή υπεροπλία. Ισως ήταν θέμα ανεπαρκούς οργάνωσης ή λανθασμένου υπολογισμού από την πλευρά του ιταλικού επιτελείου.

Στις συνθήκες ενός ορεινού πολέμου ο ελληνικός στρατός ήταν καλύτερα οργανωμένος και καλύτερα εξοπλισμένος, με ατομικά όπλα, μυδραλιοβόλα και ορεινό πυροβολικό κατά πολύ υπέρτερα των Ιταλών. Και το σημαντικότερο, στα κρίσιμα σημεία των συγκρούσεων τα ελληνικά επιτελεία κατόρθωναν να συγκεντρώνουν υπέρτερες δυνάμεις...

Ο ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ «ΕΛΛΗΣ» ΚΑΙ ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΤΟΧΗΣ [1]

Η Ιταλία, παρά τις κατά καιρούς επίσημες διαβεβαιώσεις της, από τον Απρίλιο του1939, οπότε κατέλαβε στρατιωτικά την Αλβανία, είχε στους σχεδιασμούς της την πολιτική η στρατιωτική κατάληψη της Ελλάδος. Την θεωρούσε ως ανήκουσα στην σφαίρα επιρροής της, ενώ συγκεκριμένα εδαφικά τμήματα της τα είχε καθορίσει ως εκκρεμούντα να τα συμπεριλάβει στη Μεγάλη Αλβανία. Τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα την συνδύαζε με την τύχη της Γιουγκοσλαβίας, οπότε προσδοκούσε σε μία προσεχή αναδιάταξη των γεωγραφικών συνόρων της περιοχής. Καθοριστικής σημασίας ήταν η ανάθεση σ' ένα ισχυρό φασιστικό στέλεχος, τον Πιέρο Παρίνι, της ευθύνης για τα Ελληνικά ζητήματα. Ως αρμόδιος του φασιστικού κόμματος για τους απόδημους Ιταλούς, είχε επισκεφθεί επανειλημμένα την Ελλάδα, όπου είχε αναπτύξει φιλίες και σχέσεις. Μετά την κατάληψη της Αλβανίας, τοποθετήθηκε με προξενική ιδιότητα ως σύμβουλος του Αλβανού πρωθυπουργού Βερλάτσι, αλλά στην πραγματικότητα για να προετοιμάσει τα Ιταλικά σχέδια περί της δορυφορικής Μεγάλης Αλβανίας, στην oποία θα εντάσσονταν γειτνιάζοντα τμήματα της ελληνικής επικράτειας. Ενεργώντας αθόρυβα εκεί είχε προχωρήσει στον πολιτικό σχεδιασμό της Ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα, καθορίζοντας τις λεπτομέρειες της «πολιτικής κατοχής» που προβλεπόταν για τα υπόλοιπα εδάφη πλην όσων θα είχαν προσαρτηθεί. Ιταλικά έγγραφα που κατασχέθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό στο Μέτωπο κατά τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου έδωσαν το περίγραμμα αυτού του σχεδίου κατοχής υποτυπωδώς. Στη Ρώμη και στα Tίρανα είχε προϋπάρξει, με ονειροπόλο διάθεση, εντατική προεργασία γι' αυτό, σε συνδυασμό με ότι πληροφορίες είχαν συγκεντρώσει από την Ιταλική πρεσβεία στην Αθήνα και τις μυστικές υπηρεσίες τους στην Ελλάδα.

Η στρατιωτική εισβολή δεν προβλεπόταν να εκταθεί σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, αλλά θα κατέληγε στη Θεσσαλονίκη. Για την υπόλοιπη χώρα είχε εκτιμηθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αποδεχόταν τους ιταλικούς όρους και θα παραχωρούσε τη θέση της σε μία νέα που θα ήταν διατεθειμένη να συνεργασθεί πολιτικά. Ως νέος πρωθυπουργός υπολογιζόταν ότι θα ήταν ο Κώστας Κοτζιάς, που εθεωρείτο φίλα προσκείμενος. Είχε πραγματοποιήσει επανειλημμένες επισκέψεις στην Ιταλία, όπως και στη Γερμανία, ως δήμαρχoς και στη συνέχεια ως υπουργός, και είχε σχηματισθεί για το πρόσωπο του η εντύπωση ότι σε τέτοια περίπτωση θα ήταν ο ιδανικός Ιταλόφιλος πρωθυπουργός της Ελλάδος. Έκτακτοι απεσταλμένοι, που λειτούργησαν ως πληροφοριοδότες πληροφοριοσυλλέκτες, όπως ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, επιβεβαίωσαν την εικόνα αυτή.

Σε πρώτη φάση θα σχηματιζόταν λοιπόν μία νέα κυβέρνηση τύπου Πεταίν, της οποίας η εξουσία θα περιοριζόταν από τη Θεσσαλία και κάτω. θα γινόταν άμεση προσάρτηση της Θεσπρωτίας στην Αλβανία και ταυτόχρονα της Επτανήσου στην Ιταλία, ενώ η λοιπή «προσωρινώς» κατεχόμενη Ελλάδα θα τελούσε υπό τη διοίκηση του Παρίνι. Είχε τεθεί ζήτημα συνεργασίας με τη Βουλγαρία, οπότε στην περίπτωση αυτή θα προβλεπόταν μία εδαφική ικανοποίηση υπέρ της από το κατεχόμενο τμήμα της Θράκης. Εντός των ορίων του κατεχομένου τμήματος θα δινόταν η ευκαιρία στους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους να ιδρύσουν το αυτόνομο κρατίδιό τους, χωρίς όμως να έχει προσδιορισθεί η έκταση που θα είχε. Ως προς τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη αφηνόταν να εξελιχθεί μία νέα στρατιωτική γραμμή, οπότε θα αποσαφηνιζόταν ποια από αυτά θα περιέρχονταν υπό κατοχή. Ιταλικές Βάσεις θα αναπτύσσονταν και σε περιοχές της «ελεύθερης» Ελλάδος, όπως π.χ. στην Εύβοια η στο νότιο τμήμα της Πελοποννήσου, ενώ υπό ειδικό καθεστώς θα τελούσε η Πάτρα, λόγω της πολυάριθμης ιταλικής παροικίας που βρισκόταν εκεί.

Η έμπνευση ανήκε στον Τσιάνο και το πολιτικό σχέδιο της ιταλικής κατοχής, που πολλές φορές χρειάστηκε να επεξεργασθεί και να αναπροσαρμοσθεί, πριν από τις 28 Οκτωβρίου 1940, προέβλεπε ότι ο Παρίνι ως πολιτικός διοικητής της Ελλάδος με έδρα τη Θεσσαλονίκη, θα μπορούσε να ελέγχει όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τη Γιουγκοσλαβία εν καιρώ. Βεβαίως το σχέδιο αυτό δεν κατέστη εφικτό να υλοποιηθεί, λόγω της θυελλώδους ελληνικής αντίστασης. Αλλά και μετά την κατάρρευση, κάτι παρόμοιο ήταν αδιανόητο λόγω της παρεμβολής του γερμανικού παράγοντα, εξ ου και ο φιλόδοξος Παρίνι θα υποχρεωθεί τελικά, όταν οι Ιταλοί ήλθαν ως κατακτητές ελέω των Γερμανών, να περιορίσει τον τομέα του στην υπό ιταλική προσάρτηση Επτάνησο. Ταυτόχρονα ορισμένοι άλλοι ιταλικοί κύκλοι είχαν την έμπνευση ότι θα μπορούσαν να καταλάβουν, εκκινώντας από τις βάσεις της Δωδεκανήσου, την Κρήτη, δημιουργώντας έτσι έναν θαλασσοκρατορικό άξονα εντός της Μεσογείου. Και αυτό το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, ούτε καν επιχειρήθηκε. Τελικά σε μεταγενέστερη φάση και υπό άλλες προϋποθέσεις, ιταλικές δυνάμεις θα συμμετάσχουν μάλλον συμβολικά στην κατάληψη της Κρήτης.

Η κορύφωση της ιταλικής προκλητικότητας γίνεται με τον τορπιλισμό της Έλλης στις 8.30 π.μ. της ι5ης Αυγούστου ι940 που από νωρίς ήταν αγκυροβολημένη στο λιμάνι της Τήνου, έχοντας σηκώσει μεγάλο σημαιοστολισμό λόγω της συμμετοχής της στην εορτή της Παναγίας. Την ώρα εκείνη το άγημα που, όπως κάθε χρόνο, θα συνόδευε την εικόνα της Μεγαλόχαρης κατά τη λιτάνευση της, ετοιμαζόταν για να αποβιβασθεί, ένα υποβρύχιο εκσφενδόνισε τρεις τορπιλες. Η μια έπληξε το σκάφος και οι άλλες καρφώθηκαν στον λιμενοβραχίονα, που ήταν γεμάτος από προσκυνητές που είχαν φθάσει στο νησί για τη γιορτή. Η Έλλη δεν κατορθώθηκε να ρυμουλκηθεί στα αβαθή από τα εμπορικά και επιβατηγά, που είχαν φέρει τους προσκυνητές και βρίσκονταν κοντά της, με αποτέλεσμα να βυθισθεί στις 9.45 π.μ. με 29 θύματα νεκρούς και τραυματίες. Η ημέρα αυτή του θρησκευτικού εορτασμού δεν στιγματίσθηκε μόνον από τον τορπιλισμό του ευδρόμου. Σε άλλη περιοχή, ιταλικά βομβαρδιστικά είχαν πλήξει το ελληνικό επιβατηγό Φρίντων στην ακτή της Πανόρμου, σε απόσταση δύο μιλιών βορείως των ακτών της Κρήτης. Και ακόμη, όταν πολλές ώρες μετά τον τορπιλισμό διατάχθηκαν να καταπλεύσουν στην Τήνο από τον Ναύσταθμο δύο αντιτορπιλικά, προκειμένου να παραλάβουν τους ναυαγούς και ταυτόχρονα να συνοδεύσουν τα επιβατηγά που επέστρεφαν με τους προσκυνητές στον Πειραιά, έγιναν στόχος ιταλικών βομβαρδιστικών, τόσο κατά τον πλου προς Τήνο όσο και κατά την επιστροφή τους - παρά το γεγονός ότι είχε ειδοποιηθεί για τον λόγο που απέπλευσαν τα αντιτορπιλικά ο Ιταλός ναυτικός ακόλουθος.

Τα γεγονότα ήταν προφανή. Ωστόσο, για λόγους σκοπιμότητος, η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλησε να αναφέρει την εθνικότητα του υποβρυχίου που έπληξε την Έλλη. Ο τότε αρχηγός ΓΕΝ ναύαρχος Αλ. Σακελλαρίου αναφέρει σχετικά: «Ολίγα λεπτά ύστερα από το έγκλημα της Τήνου το ανακοίνωσα εις τον Μεταξάν. Μου είπε: "Ώστε άρχισαν και επιχειρήσεις! Φώναξε αμέσως τον Mορίν και πες μου τι γίνεται". Ο Ιταλός Ναυτικός Ακόλουθος, όμως, με υπεκφυγάς και μομφάς κατά των Άγγλων προσεποιήθη άγνοιαν, και εδήλωσε ότι "ασφαλώς το υποβρύχιον δεν ήτο ιταλικον".

»Η εθνικότης όμως του υποβρυχίου ητο προφανής. Μόνον ιταλός κυβερνήτης θα μπορούσε να εκσφενδονίσει τρεις τορπίλες και να επιτύχει μόνον μιαν κατά στόχου ηγκυροβολημένου, εν γαλήνη, ανυπόπτου και συνεπώς τελείως ανικάνου να παρεμβάλει την παραμικράν αντίστασιν εις τον επιτιθέμενον. Παρ' όλα ταύτα διά να έχω τεκμήρια της πρωτοφανούς αυτής, ιεροσύλου και ανάνδρου δολοφονικής ενέργειας, διέταξα αμέσως δύτας να περισυλλέξουν θραύσματα των εις τον μώλον εκραγέντων δύο τορπιλών. Ειδική επιτροπή αξιωματικών ομοφώνως με αδιάσειστα πειστήρια, δηλ. αριθμούς τορπιλών, τόπον κατασκευής, κτλ., απεφάνθη ότι αι τορπίλαι ήσαν ιταλικαί».

Από αριστερά: Τζεσάρε Μαρία Ντε Βέκι, Πιέρο Παρίνι, Γκαλεάτσο Τσιάνο και Τζουσέπε Μποτάι.

Επισήμως το μυστικό για την εθνικότητα του υποβρυχίου κρατήθηκε μέχρι την 28η Οκτωβρίου1940 (μόνον ύστερα δόθηκαν στη δημοσιότητα λεπτομερώς όλα τα φωτογραφικά πειστήρια και οι πραγματογνωμοσύνες), για να αποφευχθεί όσο γινόταν η έναρξη της ιταλικής επιθέσεως. Ωστόσο, στην κοινή γνώμη ήταν διάχυτη η βεβαιότητα για το ποίος ευθυνόταν. Ειδικά μάλιστα οι έμπειροι αξιωματικοί είχαν την ίδια αντίληψη ως προς την εθνικότητα κυβερνήτη υποβρυχίου που χρειαζόταν τρεις τορπίλες για να επιτύχει τη μια, όπως ο ναύαρχος Σακελλαρίου: μόνον Ιταλός μπορούσε να είναι!

Από τη μεριά τους οι Ιταλοί θεώρησαν σκόπιμο να υποστηρίξουν ότι επρόκειτο για μία σατανική προβοκάτσια σε βάρος τους, ακόμη και με το υποθετικό επιχείρημα ότι το αγγλικό υποβρύχιο που είχε τορπιλίσει την Έλλη μπορεί να χρησιμοποίησε ιταλικές τορπίλες που προέρχονταν από λεία. Η αλήθεια είναι ότι στα πρώτα ένα-δύο εικοσιτετράωρα η εικόνα συσκοτιζόταν από την ακατανόητη άγνοια που εμφανιζόταν να έχει το Φόρεϊν Όφις. Tην ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα μέσα στηv οποία διατυπώθηκαν οι ιταλικοί ισχυρισμοί έχει αποδώσει με τις πληροφορίας του ο τότε πρεσβευτής της Ιταλίας στηv Αθήνα Ε. Γκράτσι:

« ... Tηv ι6η Αυγούστου, κατά την συνηθισμένη συνέντευξη προς τον τύπο, ο αρμόδιος υπάλληλος του Υπουργείου Λαϊκής Διαφωτίσεως, δήλωσε στους ξένους ανταποκριτές ότι το 'ΈΛΛΗ" είχε τορπιλιστεί από τους Άγγλους με σκοπό να δηλητηριάσουν ακόμα περισσότερο τις ήδη τεταμένες ιταλο-ελληνικές σχέσεις. Για να αποδείξει τον ισχυρισμό του επεκαλέσθει το γεγονός ότι οι Άγγλοι είχαν αναγγείλει αμέσως από του ραδιοφώνου τους ότι κανένα Βρετανικό υποβρύχιο δεν ευρίσκετο κοντά oτηv Τήνο το πρωί της 15ης Αυγούστου. Ενώ η ιταλια χρειάστηκε τρεις ημέρες για να μπορέσει να διαβεβαιώσει με απόλυτη βεβαιότητα ότι ο τορπιλισμός δεν είχε γίνει από ιταλικό υποβρύχιο. Όταν του εζητηθεl από έναν ανταποκριτή να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία του τορπιλισμού, ο άριστος αυτός υπάλληλος απήντησε χωρίς δισταγμό "προχθές η την προηγούμενη" δηλ. την 13 η 14, ενώ το έγκλημα είχε διαπραχθεί την15 και επομένως όχι τρεις ημέρες πριν από την 16, αλλά την παραμονή. Είναι αλήθεια ότι ο υπάλληλος εκείνος, που έπαιζε με τόση άνεση με Τις ημερομηνίες δεν εφαντάζετο ότι θα ευρίσκοντο ποτέ τα τεμάχια των τορπιλλών και ότι αυτά θα επέτρεπαν να εξακριβωθει κατά τρόπο ακαταμάχητο η εθνικότητα του υποβρυχίου που τις είχε εκσφενδονίσει ...

»0 ιταλικός τύπος oτηv μεσημβρινή έκδοση της 16ης, την πρώτη που εδημοσιεύετο μετά την αργία του Δεκαπενταύγουστου, δεν κάνει λόγο για τον τορπιλισμό της 'Έλλης" που εντούτοις είναι γνωστός oτη Ρώμη ήδη από το απόγευμα της προηγουμένης. Η πρώτη είδηση έκαμε την εμφάνισή της στις απογευματινές εφημερίδες της 16 ης συνοδευομένη από σχόλια που απέδιδαν, χωρίς δισταγμούς την ευθύνη της πράξης oτηv Αγγλία. Σχόλια από το ίδιο πνεύμα εδημοσιεύθησαν και στις πρωινές εφημερίδες της 17ης. Στο φύλλο της ημέρας εκείνης, η εφημερίδα του Farinacci με καλόγουστη ερμηνεία και με πλήρη γνώση των περιστατικών, έλεγε ότι, επειδή η Ελλάδα δεν είχε ακόμα πληρώσει την 'Έλλη" στα αγγλικά Ναυπηγεία (η 'Έλλη" είχε αγορασθεί πριν 28 χρόνια από την Ελλάδα, όχι oτηv Αγγλία αλλά στηv Αμερική) η ζημιά που η Αγγλία είχε επιφέρει oτηv Ελλάδα, με τον τορπιλισμό της μονάδας εκείνης εμοιράζετο εξ ίσου μεταξύ των δύο κρατών. Μετά την 17η οι ιταλικές εφημερίδες δεν ασχολήθηκαν πια με το επεισόδιο της Τήνου».

Βεβαίως τόσα χρόνια μετά, δεν τίθεται θέμα για την εθνικότητα του υποβρυχίου, ούτε και για τους εμπνευστές του τορπιλισμού. Έχουν ήδη όλα διευκρινισθεί ιστορικά. Tηv ίδια ημέρα, στις 15 Αυγούστου 1940, ο ιταλός υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο αποδίδει το γεγονός στηv «ακράτεια» του κυβερνήτη της Δωδεκανήσου Ντε Βέκι. Ο τελευταίος, που διέθετε όχι μόνο ιδιόρρυθμο και αντιπαθητικό χαρακτήρα, αλλά ήταν κυριευμένος από ανθελληνισμό, είναι εκείνος που αυτοπροσώπως από την έδρα του στη Ρόδο πήγε στην ναυτική βάση της Λέρου και εγχείρησε τη διαταγή. Το έχει παραδεχθεί στα απομνημονεύματά του, όπου περιλαμβάνεται και η αναφορά του πλοιάρχου Αϊκάρντι, του κυβερνήτη του υποβρυχίου (που μόνον Ιταλός μπορούσε να είναι, κατά τον ναύαρχο Σακελλαρίου).

Ο τορπιλισμός της Έλλης έχει συμβολικό χαρακτήρα στηv πορεία των ελληνοϊταλικών σχέσεων. Η ασαφής χρησιμότητά του για τις ιταλικές επιδιώξεις, είναι γεγονός ότι συσπείρωσε την ελληνική κοινή γνώμη γύρω από τον Μεταξά, ο οποίος από τη στιγμή εκείνη είχε βεβαιωθεί ότι η ιταλική επίθεση ήταν επί θύραις. Tη νύχτα του Δεκαπενταύγουστου εκείνου την πέρασε με τον διπλωματικό του σύμβουλο, όπως τον αποκαλούσε, Βασίλειο Παπαδάκη. Εκείνη τη νύχτα πίστεψε ότι η χώρα βρισκόταν στις παραμονές της ιταλικής επίθεσης και εκείνη την ίδια νύχτα πήρε με πείσμα και αισιοδοξία την τελική απόφαση ότι θα την αντιμετώπιζε.

Φυσικά, οιοσδήποτε κοινός νους μπορούσε να αντιληφθεί ότι η αιφνίδια ιταλική προκλητικότητα που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται τις τελευταίες εβδομάδες δεν ήταν τυχαία. Άλλωστε μόλις ελάχιστες μέρες πριν από το κτύπημα του Δεκαπενταύγουστου είχε κορυφωθεί αυτή η πασιφανώς συντονισμένη προσπάθεια με το ανακοινωθέν του ιταλικού πρακτορείου Στέφανι περί δολοφονίας από «Έλληνες πράκτορες» του (διάσημου πλέον εξ αυτού του περιστατικού) Νταούτ Χότζα, που τον εμφάνιζαν ως «μεγάλο Αλβανό πατριώτη», γεννημένο στηv «αλύτρωτη» περιοχή της Τσαμουριάς. Αν και επρόκειτο απλώς για μια δημοσιογραφική ανακοίνωση, στην ουσία δεν ήταν παρά η έγερση εδαφικής αξίωσης για λογαριασμό των Αλβανών, που γεωγραφικά προσδιοριζόταν στηv λεγόμενη Τσαμουριά, δηλαδή, κατά την ανακοίνωση, «μεταξύ των σημερινών ελληνοαλβανικών συνόρων και της ακτής του Ιoνίoυ, μέχρι των περιχώρων της Πρεβέζης και της επαρχίας των Ιωαννίνων.

Από τις 20 Αυγούστου 1940 άρχισε μια νέα εκστρατεία ψευδών καταγγελιών σε Βάρος της Ελλάδος, χρησιμοποιώντας σκηνοθετημένες και ανύπαρκτες αιτιάσεις αλβανικών εφημερίδων, που αναπαράγονταν από το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων και ακολουθούσαν διαψεύσεις του Αθηναϊκού Πρακτορείου. Όλα αυτά εντοπίζονταν γεωγραφικά στηv ίδια περιοχή, ώστε πλέον ξεκάθαρα γινόταν αντιληπτό σε τι αποσκοπούσαν. Βέβαια εκ των υστέρων βεβαιώθηκε ότι όλα αυτά τα ζητήματα είχαν σκηνοθετηθεί από τον Τσιάνο με εντολή του Μουσολίνι, ο οποίος στο τέλος ζήτησε από τον γαμπρό του να υπάρξει και ένα τελειωτικό επεισόδιο στις 24 Οκτωβρίου, ώστε να υπάρξει το πρόσχημα της ιταλικής επιθέσεως που αρχικά είχε σχεδιασθεί για τις 26 Οκτωβρίου 1940.

[1] Δημοσθένη Κούκουνα, «Ιστορία της Κατοχής», Τόμος 1ος, Εκδόσεις Μέτρον, Αθήναι 2009.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣ

Την 1η Nοεμβρίου 1940, ο πρώτος Έλλην αξιωματικός Αλέξανδρος Διάκος έπεφτε στο Mέτωπο της Aλβανίας σε ηλικία 29 ετών. Ο Α. Διάκος γεννήθηκε στη Xάλκη, στην υπό ιταλική κατοχή Δωδεκάνησο.

Η αναφορά για τις συνθήκες του θανάτου του, που συνέταξε ο ταγματάρχης Kαραβίας, παρεδόθη την ίδια μέρα στον διοικητή του Aποσπάσματος της Πίνδου Kωνσταντίνο Δαβάκη. Αναφορά μεταξύ άλλων ανέφερε.

«Πολλαπλάσιαι ιταλικαί δυνάμεις αντεπετέθησαν κατά των οπλιτών του λόχου, αναζητούντων θέσεις αμύνης εναντίον του φονικωτάτου πυρός των πολυβόλων. Mε αδάμαστον αποφασιστικοτητα και ακλόνητον θάρρος ο υπολοχαγός Διάκος Aλ., όρθιος και κραυγάζων προς τους άνδρας του εν μέσω νεκρών και τραυματιών οιμωζώντων, παρά τα δραστικότατα πυρά του εχθρού, αδιαφορών διά τον θάνατον, όστις επλανάτο πέριξ αυτού, κατόρθωσε ν’ ανασυντάξη εκ τρίτου τον λόχον, να τον εμψυχώση και να τον ρίψη μετά νέας ορμής εναντίον των λυσσωδώς αμυνομένων Iταλών. Kαθ’ ον δε χρόνον διά τετάρτην φοράν ο δοκιμασθείς λοχος εκαλείτο με την λογχην εφ’ οπλου ν’ αντιμετωπίση νέαν, θραυσθείσαν και αυτήν, αντεπίθεσιν του εχθρού διά της τελικής εφοδου του, ο δε ηρωικός διοικητής του λόχου αυτού, τεθείς επί κεφαλής, εκραύγασε με φωνήν Aρεως: “ Eμπρός παιδιά, για μια μεγάλη Έλλάδα και μίαν ελεύθερη Δωδεκάνησο”, ριπή πολυβόλου τον εφόνευσε».

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

Καθημερινή 31-Οκτωβρίου 1999

Άρθρο του Γ. Β. Παπαβασιλείου

Δάσκαλου, Σχολικούς Συμβούλου N. Tρικάλων

Ο πρώτος νεκρός του έπους 1940

Οι αγώνες του ελληνικoύ έθνους για την υπεράσπιση της πατρίδας ήταν πάντοτε συλλογικοί. Tο έπος του 1940-45 δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Συμβαίνει όμως κάποιες φορές, η ιστορία, χωρίς να παραγνωρίσει την αξία του συλλογικού αγώνα, να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ευαισθησία για τους πρώτους ήρωες, τους πρώτους τραυματίες, τους πρώτους νεκρούς. Aυτούς θέλει να τους καταγράψει ονομαστικά και με κάθε λεπτομέρεια. Kαι στον πόλεμο του 1940-45 η ιστορία ακολούθησε αυτήν την οδό. Mόνο που την ακολούθησε ίσως επιλεκτικά. Kατέγραψε τον πρώτο ήρωα τραυματία αξιωματικό, τον διοικητή του III τάγματος του 51ου Συντάγματος Πεζικού ταγματάρχη Nικήτα Θωμά, ο οποίος τραυματίστηκε τις απο- γευματινές ώρες της 29ης Oκτωβρίου 1940 στην προσπάθεια ανακατάληψης από τη μονάδα του των υψωμάτων Mούκα και Kαζάνι. «...Kατά την φάσιν ταύτην του αγώνος τραυματίζεται ο διοικητής του III/51 Tάγματος, πρώτος τραυματίας αξιωματικός των μαχών της Πίνδου. Oύτος δεν αποχωρεί του αγώνος, αλλά παραμένει επί του πεδίου της μάχης μέχρις ότου οι Iταλοί τελικώς αποκρούονται»[1].

Δύο ημέρες αργότερα (1 Nοεμβρίου 1940) έπεσε νεκρός ο πρώτος αξιωματικός υπολοχαγός Διάκος Aλέξανδρος του Iωάννη, που γεννήθηκε στη Xάλκη Δωδεκανήσου το 1911,διοικητής του 2ου Λόχου του 4ου Συντάγματος Πεζικού, στην προσπάθεια ανακατάληψης του υψώματος Tσούκα.«...Kατά την τελευταίαν προσπάθειαν, ο εκ Δωδεκανήσου ηρωικός διοικητής του λόχου υπολοχαγός Διάκος Aλέξανδρος δέχεται ριπήν πολυβόλου και πίπτει νεκρός επί κεφαλής του Λόχου του». Eίναι ο πρώτος Eλλην νεκρός αξιωματικός κατά τον ελληνοϊταλικόν πόλεμον» [2].

Tη διοίκηση του λόχου αναλαμβάνει αμέσως ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Nτάσκας Eλευθέριος του Xρήστου από τη Bάνια (Πλάτανος) Tρικάλων, γεννηθείς το 1912. Πέφτει και αυτός νεκρός λίγες στιγμές αργότερα, στην ίδια επιχείρηση του Λόχου του. Eίναι ο πρώτος νεκρός έφεδρος αξιωματικός. H Iστορία δεν θέλησε να τον καταγράψει ονομαστικά.«Kατά την φάσιν ταύτην του αγώνος, εκτός του υπολοχαγού Διάκου, εφονεύθησαν εις ανθυπολοχαγος και τέσσαρες στρατιώτες» [3]. Aσφαλώς όμως δεν μπορούσε να αφήσει να περάσει τούτο απαρατήρητο. Ο συγχωριανός του Nτάσκα ιστορικός Nημάς Θεόδωρος, ο οποίος κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την προσφορά του Nτάσκα στην πατρίδα και εργάστηκε μεθοδικά για την απόδοση της αρμόζουσας τιμής στο συγχωριανό του ήρωα [4]. Mε δαπάνη δε της1ης Στρατιάς έχει στηθεί στη γενέτειρα του ανθυπολοχαγού Nτάσκα Eλ. η προτομή του. Kαι οι οπλίτες τι έγιναν; Eκεί δεν έχουμε πρώτους; Γιατί είναι ανώνυμοι, γιατί η Iστορία δεν τους κατέγραψε; Mήπως δεν μπόρεσε; Πάντως τους κατέγραψε, όπως κατέγραψε όλους τους νεκρούς και αγνοούμενους (13.748 συνολικά) στην έκδοση της Iστορίας Στρατού με τίτλο «Aγώνες και Nεκροί του Εληνικού Στρατού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο 1940 – 45». Aποδελτιώνοντας την πρααναφερόμενη έκδοση για τη σύνταξη καταλόγου των νεκρών και αγνοουμένων κατά οικισμό του νομού Tρικάλων διαπιστώθηκε ότι την πρώτη ημέρα του πολέμου (28 Oκτωβρίου 1940) έπεσαν νεκροί ένας αξιωματικός και έξι οπλίτες. Eιδικότερα, με βάση πάντοτε την πραναφερόμενη έκδοση, την πρώτη ημέρα του πολέμου έπεσαν οι:

1) Στρατιώτης Kαραβίδας Aπόστολος, απο την Oξυά Kαρδίτσας, του 51ου Σ.Π. στο Tαμπούρι Σαμαρίνας.(σ. 193).

2) Στρατιώτης Mπουκουβάλας Γεώργιος, από την Kαρδίτσα Δωδώνης, του 15ου Σ.Π., στο Aηδονοχώρι Kόνιτσας.(σ. 321).

3) Στρατιώτης Mπαξεβάνος Στέφανος, από το Bασιλικό Xαλκίδας, του 33ου Σ.Π., στο Nοσοκομείο Φλώρινας (σ. 307).

4) Λοχίας Tσιώμος Aναστάσιος, απο το Bρυσοχώρι Zαγορίου Δωδώνης, του 85ου Σ.Π., στη μάχη της Hπείρου (σ. 482).

5) Έφεδρος ανθυπολοχαγός Pηγόπουλος Παναγιώτης, από την Kαυκωνία Hλείας και στρατιώτης

6) Kατσίρης Γεώργιος από την Γούμενα Hλείας, στον αεροπορικό βομβαρδισμό της Πάτρας (σ. 41 και 220).

7) Στρατιώτης Tσιαβαλιάρης του Iωάννη, από την Πιαλεία Tρικάλων, γεννηθείς το 1912, του 51ου Σ.Π., σκοπευτής πολυβόλου, στο 21ο Φυλάκιο των ελληναλοαλβανικών συνόρων (σ. 476).

Xωρίς να διεκδικούμε τον τίτλο του ιστορικού, από τη μελέτη των σχεδιαγραμμάτων και των κειμένων της Iστορίας Στρατού, καθώς και από τις άμεσες προφορικές μαρτυρίες συμπολεμιστών του 1940, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο στρατιώτης Tσιαβαλιάρης Bασίλειος του Iωάννη, από την Πιαλεία Tρικάλων είναι από τους πρώτους νεκρούς του έπους του 40. Tα σχετικά σχεδιαγράμματα της Iστορίας Στρατού ορίζουν το 21 Φυλάκιο στο ύψωμα 1934 επί των ελληνοαλβανικών συνόρων. «Eις το αριστερόν, ο υποτομεύς διέθετε τον 5/51 Λόχο κατανεμημένον με μιαν διμοιρίαν πεζικού εις το ύψωμα Kαρδάρι, ετέραν διμοιρίαν πεζικού μεθ’ ομάδας πολυβόλων εις το ύψωμα Γκόλιο και το υπολοιπον του λόχου μεθ’ ομάδας πολυβόλων εις Προφήτην Hλίαν Πυρσόγιαννης, ως εφεδρεία. Tο υπ’ αριθμ. 21ο φυλάκιο της οροθετικής γραμμής υπήγετο εις τον λόχον τούτον...» [5].

«...H κύρια προσπάθεια των Iταλών εστράφη απο τας 05.00 κατά του κεντρικού υποτομέως. O εις το αριστερόν του υποτομέως 5ος Λόχος Πυρσόγιαννης δεχθείς την επίθεσιν δυνάμεως τάγματος πεζικού μετά πυροβολικού και βαρέων όλμων, ανθίστανται κατά του εχθρού δια των προκεχωρημένων του διμοιριών εις τα υψώματα Kαρδάρι και Στενό...» [6].

Φυσικό είναι το 21 φυλάκιο που ασφαλώς είχαν επισημάνει από προηγούμενες ανα-γνωρίσεις οι Iταλοί, να δέχθηκε την 05ην πρωινή της 28ης Οκτωβρίου 1940 αιφνιδιαστικά τα πρώτα ιταλικά πυρά. Στο χωριό Πιαλεία Tρικάλων όλες οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Tσιαβαλιάρης Bασίλειος εφονεύθη την 05ην πρωινήν της 28ης Oκτωβρίου 1940.

Ο Βασίλης Τσιαβαλάρης, πρώτος νεκρός του έπους 1940, όρθιος από το δεξιά στην πάνω σειρά, σε οικογενειακή φωτογραφία

Eιδικότερα: Συμπολεμιστές του στο 21 φυλάκιο (δεν ζουν σήμερα) από το Γοργογύρι Tρικάλων και το Φανάρι Kαρδίτσας, μετέφεραν την είδηση στη χήρα σύζυγο του Eλένη, οτι ο Bασίλης χτυπήθηκε από όλμο έξω από το φυλάκιο νυχτούλα, με τα πρώτα πυρά, πάνω από το μάτι. Tον μετέφεραν λίγο πιο πίσω όπου ξεψύχησε.

Στο μέτωπο του πολέμου, στο 51 Σ.Π. υπηρετούσε και ο συγχωριανός του λοχίας Γιαννιός Xρήστος του Aποστόλου, γεννηθείς το 1910, ο οποίος στις 18–7–99 μου ανέφερε χαρακτηριστικά. «Eγώ ήμουν λίγο πίσω. O Bασίλης ήταν στο φυλάκιο μπροστά. Διοικητή είχαμε τον Δαβάκη και μετά τον Kετσέα. Nύχτα, μπροστά από τις 05.00 ακούσαμε να πέφτουν βλήματα στο φυλάκιο.

Aργότερα ήρθαν πίσω οι άντρες από το φυλάκιο. Ήρθε ένας και μου είπε: «Πάει ο συγχωριανός σου τον έφαγαν με τους όλμους, τον χτύπησε το βλήμα πάνω από το μάτι, τον φέραμε παραπίσω... Ήμουν πρώτος που τον έκλαψα. Eίπαν τον παπά να τον διαβάσει. Tι τα θέλεις, δάσκαλε, ο Bασίλης ήταν παλικάρι, τον έκλαψα καλά. Πού τέτοια παιδιά σήμερα».

Tην ίδια πληροφορία καταθέτει και Kωνσταντίνος Kαρβούνας, όπως την εξιστόρησε συμπολεμιστής στο 21ο φυλάκιο του Tσιαβουαλιάρη, απο την Πυρσόγιαννη. Tην ίδια πληροφορία κατέθεσε και άλλος συμπολεμιστής στον Nτάκο Kωνσταντίνο του Aπστόλου, γεννηθέντα το 1915, με την προσθήκη ότι οι τελευταίες του λέξεις ήταν «Πάνε τα παιδούλια μυυ». O Tσιαβαλιάρης Bασίλειος άφησε πίσω τη χήρα σύζυγο του, Eλένη, και ορφανά τα τρία του παιδιά, Nικόλα, Γεώργια και Aλεξάνδρα. Oι υπόλοιποι νεκροί της28ης Oκτωβρίυ 1940, στους οποίους αξίζει κάθε τιμή και δόξα, δεν ήταν επί των ελληναλοαλβανικών συνόρων και είναι λογικό να έχουν φονευθεί τουλάχιστον με το πρώτο φως της ημέρας και πάντως μετά την 05.00 πρωινή. Mένει, λοιπόν, στην πολιτεία, στον Eλληνικό Στρατό, εξήντα χρόνια μετά, να τιμήσει τον πρώτο νεκρό ήρωα του πολέμου του 1940–45, τον στρατιώτη Tσιαβαλιάρη Bασίλειο του Iωάννη, από την Πιαλεία Tρικάλων, οπως έπραξε και με τους πρώτους ήρωες νεκρούς αξιωματικούς, υπολοχαγό Διάκό Aλέξανδρο και ανθυπολοχαγό Nτάσκα Eλευθέριο. Στο όνομα του, μάλιστα, να τιμηθούν όλοι οι Θεσσαλοί πολεμιστές του51ου και του 5ου Σ.Π., που πολέμησαν με απαράμιλλο ηρωισμό και στις πρώτες ημέρες του πολέμου και κατά την Eαρινή Eπίθεση (9–14 Mαρτίου).

[1,2,3,5, 6] Eλληνοϊταλικος πόλεμος 1940–41. H ιταλική εισβολή (28 Oκτ. μέχρι 13 Nοε. 1940). Iστορία Στρατού 1960 1 (σ. 129), 2(σ. 144) 3 ( σ. 144), 5 (σ. 118–119), 6 (σ. 123).

[4] Θ. A. Nημά. «Eλευθέριος Nτάσκας...», Tρικαλινά, 4(1984) 127–142. Aγώνες και Nεκροί του Eλληνικού. Στρατού κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο 1940–45, Iστορία Στρατού, 1990.

ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ Ο ΙΤΑΛΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟ 1940

Καθημερινή 28 Οκτωβρίου 2008

Του Φανη Κοιλανιτη*

Αν θέλουμε πραγματικά να φωτίσουμε πληρέστερα το ιστορικό παρελθόν και να δούμε τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο από μιαν άλλη οπτική γωνία, από αυτή του «αντιπάλου» και μάλιστα των απλών Ιταλών στρατιωτών και των κατώτερων αξιωματικών, τίποτα δεν είναι πιο διαφωτιστικό από τις λογοκριμένες κυρίως επιστολές και τα ημερολόγιά τους. Τα γράμματα που στάλθηκαν από το αλβανικό μέτωπο αποτελούν μιαν ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τα συγκεχυμένα συναισθήματά τους, τις τάσεις τους και τις απόψεις τους, γιατί είναι γνήσια και χωρίς υπαινιγμούς και μέσα απ' αυτά οι στρατιώτες εκφράζουν τις ελπίδες τους, τις ψευδαισθήσεις τους, το θυμό τους και την πικρία τους.

Γράφτηκαν από ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και χαρακτηρίζονται από ελευθερία στην έκφραση και ειλικρίνεια σε αντίθεση με τα απομνημονεύματα της ανώτερης και ανώτατης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα όπως για παράδειγμα αν ο Ιταλός στρατιώτης είχε πειστεί γι' αυτόν τον πόλεμο, κατά πόσον η προπαγάνδα είχε διεισδύσει στην επιχειρηματολογία του, κατά πόσον πίστευε ότι θα είναι ένας νικηφόρος πόλεμος, τι τον απασχολούσε, ποιους θεωρούσε συμμάχους και ποιους εχθρούς, πώς έκρινε την ανώτερη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.

Ξεκίνησαν αισιόδοξοι

Οι Ιταλοί στρατιώτες ξεκίνησαν για το ελληνικό μέτωπο αισιόδοξοι και πεπεισμένοι για μια εύκολη νίκη. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 πίστευαν ακράδαντα στην στρατιωτική υπεροχή της Ιταλίας και στα ιδεολογικά οράματά τους. Ο κατευθυνόμενος Τύπος, το ραδιόφωνο και ένα πλήθος οργανώσεων και συλλόγων είχαν πείσει τον ιταλικό λαό ότι ο Μουσολίνι είναι ο μεγάλος πολιτικός άνδρας, που θα δημιουργήσει μιαν ισχυρή Ιταλία και ότι είναι αυτός που θα φέρει την εσωτερική ειρήνη και την κοινωνική ισορροπία. Υπήρχε εξάλλου η Γερμανία, ο ισχυρός σύμμαχός τους, και όλα θα επιτυγχάνονταν χωρίς κόστος και θυσίες, αφού κανένας Ιταλός δεν πίστευε εκείνη την περίοδο ότι θα μπορούσε μια μέρα να βρεθεί από την πλευρά των ηττημένων.

Μέσα σ' αυτές τις ψευδαισθήσεις ζούσε η πλειοψηφία όχι μόνο της αστικής τάξης αλλά και των φτωχών ανθρώπων που πίστεψαν ότι θα καρπώνονταν και αυτοί τα αγαθά μιας ισχυρής Ιταλίας. Παρ' όλα αυτά δεν μπορούμε να πούμε ότι η πλειοψηφία του ιταλικού λαού τάχθηκε φανατικά με τον ίδιο το φασισμό και ασπάστηκε τις επιλογές του. Ο ιταλικός λαός έδωσε απλώς τη συναίνεσή του και υποστήριξε τις επιλογές τους κράτους, της κυβέρνησης, του βασιλιά, που για τους περισσότερους αντιπροσώπευαν την ίδια την πατρίδα, η οποία στο τέλος ταυτίστηκε με το φασισμό.

Οταν άρχισε ο πόλεμος, στα γράμματα των στρατιωτών συναντά κανείς το υψηλό φρόνημα του Ιταλού στρατιώτη, αγνά πατριωτικά αισθήματα, εμπιστοσύνη στον Ντούτσε και στον ιταλικό στρατό και την πεποίθηση ότι ο πόλεμος θα είναι σύντομος και εύκολος. Με την εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, όμως, και όσο οι νίκες γίνονταν όλο και πιο δύσκολες και οι ήττες και οι οπισθοχωρήσεις όλο και πιο συχνές, η αρχική αισιοδοξία θα αντικατασταθεί από απαισιοδοξία και φόβο και αγωνία. Μόνο όταν θα έρθουν σε επαφή με την σκληρή πραγματικότητα και βρεθούν από τη μεριά των ηττημένων, των τραυματισμένων και των αιχμαλώτων, οι Ιταλοί στρατιώτες θα αρχίσουν να αμφιβάλουν και να διερωτώνται τους λόγους για τους οποίους βρίσκονται μακριά από την πατρίδα τους, να πολεμούν σε ξένο έδαφος ένα λαό που δεν μισούν, ανθρώπους που υπερασπίζονται τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους και που στο παρελθόν -θα σκεφτούν οι πιο μορφωμένοι- προσέφερε στον κόσμο έναν αξιόλογο πολιτισμό.

Οι Ιταλοί θα αιφνιδιαστούν από τη σκληρή ελληνική αντίσταση και θα ακολουθήσει πανικός και σύγχυση. Πίστευαν, όπως άλλωστε διέδιδε και η προπαγάνδα, ότι οι Ελληνες δεν είχαν καμιά διάθεση να πολεμήσουν, ότι δεν είχαν στρατό και ότι τους έλειπε η οργάνωση. Οι επιστολές, που λογοκρίνονται μετά την πρώτη εβδομάδα της κήρυξης του πολέμου, αυξήθηκαν κατά πολύ και όλο και περισσότεροι στρατιώτες εξέφραζαν παράπονα και διαμαρτυρίες. Η κριτική διάθεση θα αρχίσει να γίνεται εχθρική απέναντι στους υπεύθυνους αυτής της εκστρατείας. Εκτός από την εθνική ντροπή για την ήττα οι στρατιώτες θα υποφέρουν σ' αυτό τον πόλεμο από την έλλειψη κατάλληλου ρουχισμού και εξάρτησης για ορεινές επιχειρήσεις.

Ο βαρύς χειμώνας, το χιόνι, το κρύο και η λάσπη θα καταλάβουν ένα μεγάλο μέρος των ημερολογίων τους και των επιστολών τους. Πολλές αναφορές γίνονται επίσης σε ένα πρόβλημα που βασάνιζε και τυραννούσε τους φαντάρους μέρα νύχτα και δεν ήταν άλλο από τις ψείρες και τους κοριούς, που βασάνιζαν βέβαια και τους Ελληνες στρατιώτες. Η πείνα στο μέτωπο υπήρξε ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Ο ανεφοδιασμός γινόταν με καθυστέρηση, το φαγητό δεν επαρκούσε και ήταν άσχημα μαγειρεμένο. Κάποιες φορές δεν δίστασαν να φάνε ακόμη και τα μουλάρια που είχαν επιτάξει για τη μεταφορά του οπλισμού! Σε πολλές, δε, επιστολές ζητούν από τους δικούς τους στην Ιταλία να τους στείλουν και φαγώσιμα με το ταχυδρομείο! Ζητούν επίσης από το σπίτι τους ραφτικά για να επισκευάσουν τις στολές τους, χαρτί αλληλογραφίας, λάμπες για το φακό, ακόμη και κορδόνια, πράγματα και υλικά που έπρεπε βέβαια να προμηθεύει ο ιταλικός στρατός.

Ο ιταλικός στρατός ξεκίνησε για έναν πόλεμο που θα διαρκούσε το πολύ μια εβδομάδα, η διάρκεια όμως των στρατιωτικών επιχειρήσεων κάνει τους στρατιώτες να νοσταλγούν το σπίτι τους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, την καθημερινή ζωή, τον καιρό της ειρήνης. Ανησυχούν για τους δικούς τους στην πατρίδα. Για να μη στενοχωρήσουν οι πολίτες τους στρατιώτες ή οι στρατιώτες τους πολίτες, γράφουν ψέματα ότι όλα βαίνουν καλώς και χωρίς προβλήματα. Η ανέχεια, η πείνα και ο πόλεμος φέρνουν μια κρίση και στις ηθικές αξίες. Ο λογοκριτής καταγράφει τα πάντα και καταγράφει επίσης και την αγωνία του συζύγου ή αρραβωνιαστικού για τη σύζυγο ή ερωμένη που άφησε πίσω. Ανησυχία όμως εκδηλώνεται και για τις δουλειές τους, τα ζώα τους, το επάγγελμά τους και αμφιβάλλουν αν τα πράγματα μετά τον πόλεμο θα είναι όπως τα είχαν αφήσει. Οι κατηγορίες που εκτοξεύονται μέσα από τις επιστολές έχουν στόχο πρώτα απ' όλα τη στρατιωτική ηγεσία. Η διαφθορά στα ανώτερα κλιμάκια, η έλλειψη οργάνωσης, οι αποτυχημένες στρατιωτικές ενέργειες εξαιτίας της έλλειψης οργανωτικών και στρατηγικών ικανοτήτων, η ελλιπής κατάρτιση πολλών αξιωματικών, η αλαζονεία και η έπαρση άλλων, το κυνήγι των μεταλλίων και οι ψευτοηρωισμοί, εξόργισαν τον απλό στρατιώτη.

Αισθάνθηκαν προδομένοι

Η πολιτική ηγεσία δεν θα μείνει στο απυρόβλητο. Η παράλογη απόφαση αυτού του πολέμου, ο χρόνος που επελέγη να γίνει η επίθεση και οι απατηλές υποσχέσεις και ψευδαισθήσεις προκάλεσαν ένα αίσθημα θυμού και αγανάκτησης και ο Ιταλός στρατιώτης αισθάνθηκε προδομένος. Παρ' όλα αυτά, ο μύθος του Μουσολίνι θα σβήσει τελευταίος. Κυρίως ευθύνες θα καταλογιστούν στους συνεργάτες του, ενώ ο Ντούτσε «αν γνώριζε τι συμβαίνει θα άλλαζε τα πράγματα». Αυτή η εχθρότητα απέναντι στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία θα πάρει σιγά σιγά τη μορφή ιδεολογίας και θα εξελιχθεί σε αντιφασισμό και μάλιστα οργανωμένο.

Παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα επιστολών:

Κορυτσά, 22 Οκτωβρίου

«Βρίσκομαι στην Κορυτσά... υπάρχουν νέα, σε μερικές μέρες θα είμαστε στην Ελλάδα… ηθικό ακμαιότατο.»

27 Οκτωβρίου

«Σβήσαμε την τελευταία φωτιά μέσα στη σκοτεινή και βροχερή νύχτα. Αύριο και εδώ θα έχουμε πόλεμο… είμαστε σχεδόν 500 μέτρα από τα σύνορα, μέσα στη σιωπή, μας διακατέχει η συγκίνηση που δοκιμάζει κανείς όταν κάνει μια ιερή τελετή. Αύριο θα μπορούμε να ελπίζουμε στην εύνοια του Αρη… αν και λίγοι δεν φοβόμαστε. Εχουμε τις τσέπες μας γεμάτες χειροβομβίδες που έχουν το πλεονέκτημα να μη ζυγίζουν πολύ… η αυγή μελαγχολική και σιωπηλή. Κανείς δεν κινείται… υπάρχει ακόμη πολλή ομίχλη. Επιτέλους, η πρώτη κανονιά, είναι ακριβώς 7.15 της 28ης Οκτωβρίου 1940… θα είμαστε οι πρώτοι που θα περάσουμε τα σύνορα. Τα πολυβόλα μας άρχισαν να ρίχνουν... η ελληνική συνοριακή φρουρά άνοιξε πυρ για να προστατεύσει τους άντρες της… όταν φτάσαμε πάνω δεν υπήρχε πια κανείς. Μπαίνω στο μικρό σπιτάκι. Το ακουστικό έχει αποσυνδεθεί από το τηλέφωνο. Δίπλα υπάρχει ένα λευκό χαρτί και ένα μολύβι. Εφυγαν βιαστικά. Είμαστε στον πόλεμο μα αυτός δεν είναι ακόμη πόλεμος!». Και συνεχίζει μερικές μέρες αργότερα: «...υπάρχει μια παράξενη ησυχία. Ο λοχαγός χθες είπε ότι θα προτιμούσε να έχει μπροστά του χίλιους εχθρούς παρά αυτή την ησυχία... τα πολυβόλα άρχισαν να ρίχνουν. ..έχουμε τους πρώτους νεκρούς. ..πόση λύπη αλλά και πόση δόξα ταυτόχρονα!».

n «Οι Ελληνες δεν θα πολεμήσουν, δεν θα αντισταθούν, θα μας αφήσουν να περάσουμε. Γιατί άλλωστε θα πρέπει να ριψοκινδυνεύσουν μια αιματοχυσία; Δεν θα κερδίσουν τίποτα, θα τους σαρώσουμε σε ένα λεπτό. Οχι δεν θα κάνουν πόλεμο, δεν τους ενδιαφέρουν οι Αγγλοι και ο πόλεμός τους. Θα μας αφήσουν να περάσουμε χωρίς ιστορίες και τα πάντα θα τελειώσουν εκεί. Το πολύ πολύ καμιά τουφεκιά… δυο εβδομάδες, τρεις εβδομάδες το πολύ και θα έχει τακτοποιηθεί και αυτός ο τομέας. Στη χειρότερη περίπτωση, τα Χριστούγεννα θα είμαστε στο σπίτι. Εχετε ακούσει τι συμβαίνει στα άλλα μέτωπα; Η Γαλλία δεν υπάρχει πια, οι Γερμανοί την έχουν γονατίσει. Στην ανατολική Αφρική διώχνουμε τους Αγγλους από τις αποικίες τους. Είμαστε εδώ τώρα για να διώξουμε τις αγγλικές βάσεις και θα το κάνουμε χωρίς κόστος».

- «Δυνατά, δυνατά φαντάροι γιατί στα Γιάννενα υπάρχουν γυναίκες, ξενοδοχεία, στρατόπεδα και κινηματογράφοι».

28 Δεκεμβρίου ώρα 10.30

«…καμιά φορά ακούω το ράδιο: τις ειδήσεις και τα χαιρετίσματα από τις οικογένειες των στρατιωτών. Χθες αισθανόμουν άσχημα, τόσο που δεν ήθελα να συνεχίσω να ακούω: μια μητέρα έστελνε χαιρετίσματα στο γιο και βέβαια δεν ήξερε ότι αυτός ήταν ο πρώτος στρατιωτικός, συνάδελφός μου που έπεσε σε ελληνικό έδαφος».

- «…Πίστευα ότι θα χάσω τη ζωή μου όπως την έχασαν πολλοί από τους συναδέλφους μου, και ίσως μάθεις πόσο έχει μειωθεί η μεραρχία μας «Julia». Σκέψου ότι στη μονάδα μου ήμασταν 300 και μείναμε ζωντανοί 80. Από τα 130 μουλάρια έμειναν 15. Σκέψου αν μπορεί κάποιος να ελπίζει ότι θα ζήσει…»

- «Ανακατεμένοι με τους φαντάρους, οι οδηγοί πάνω στ' άλογο, οπισθοχωρούσαν διασχίζοντας τραχιές βουνοπλαγιές, ανίκανοι οι λεβέντες μας τούτοι να αντιληφθούν ένα τόσο ξαφνικό και αναπάντεχο ελιγμό προς τα πίσω, ούτε που ήταν σε θέση να δώσουν μιαν εξήγηση. Αλλος ένας φαντάρος κείτεται στο δρόμο, τα χέρια του είναι ακίνητα, ένα βλήμα του έχει τρυπήσει την κοιλιά προς τα δεξιά, το πηγμένο αίμα του σχηματίζει μια μαύρη και βρώμικη κηλίδα πάνω στο χιόνι. Τον έθαψαν το ίδιο βράδυ στους πρόποδες κάποιου βουνού κοντά στο ποτάμι».

23 Φεβρουαρίου 1941

«...αν έχω την τύχη να επιστρέψω στο σπίτι θα σας διηγηθώ για τον περίφημο ιταλικό στρατό… δεν έχω δει πιο ελεεινό πράγμα. Ας ελπίσουμε ότι θα πάρουν μια απόφαση, διαφορετικά θα τα παρατήσουμε όλα και θα πάμε με τους Ελληνες».

Στρατιώτης προς οικογενειακό πρόσωπο: «…εδώ και μήνες δεν έχουμε τίποτα. Τα ρούχα είναι κουρελιασμένα, όλα τα παπούτσια μας είναι τρύπια. Μένουμε κάτω από τη σκηνή εκτεθειμένοι στη βροχή και στον αέρα… παραπονούμαστε γιατί οι στολές μας είναι για κλάματα και λιώνουν όταν πέσει πάνω τους νερό σαν να ήταν από χαρτί».

Υπολοχαγός Antonio Cantore: «…στο σχολείο είχα ακούσει ότι είναι ωραίο να πεθαίνει κανείς με μια σφαίρα στην καρδιά σ' ένα ηλιόλουστο περιβάλλον. Κανείς δεν θα μπορούσε όμως να φανταστεί τον εαυτό του ανάσκελα μέσα στη λάσπη ή με το πρόσωπο χωμένο μέσα στο βόρβορο. Είμαστε και βρώμικοι, κανείς δεν σκέφτεται να πλυθεί, τα γένια μεγαλώνουν, γλιτσιάζουνε, οι στολές κοκαλιάζουν απ' την ακαθαρσία».

23 Ιανουαρίου του 1941, κάποιος στρατιώτης: «…βρέχει και κάνει άσχημο καιρό εδώ και μια εβδομάδα. Εγώ είμαι εδώ για να πολεμήσω εναντίον των Ελλήνων και ίσως σύντομα να νικήσουμε, χάνω όμως έναν άλλο πόλεμο, εκείνον που άρχισα με τις ψείρες, αυτόν δεν θα τον κερδίσω σίγουρα γιατί όσες περισσότερες σκοτώνω άλλες τόσες γίνονται και χωρίς να ντρέπομαι σου λέω ότι έχω πάνω μου πάνω από χίλιες... τα γράμματά σας έχουν λογοκριθεί».

Από την επίσκεψη Μουσολίνι στο μέτωπο, Μάρτιος 1941: «Τρέχω γρήγορα μα ο Ντούτσε έχει ήδη περικυκλωθεί απ' όλους τους δικούς μας φαντάρους. Ζητάει την καραβάνα από ένα φαντάρο που μόλις είχε πάρει το συσσίτιο και σχεδόν με τελετουργικό τρόπο τρώει λίγο από εκείνο το «νερόπλυμα» ανάμεσα σε κραυγές ενθουσιασμού όλων όσοι παρευρίσκονταν, δεν κάνει κανένα σχόλιο αλλά από την αντίδραση του προσώπου του δεν μας φαίνεται και πολύ ικανοποιημένος. Ξαναδίνει την καραβάνα στον στρατιώτη μας, χαιρετάει με ρωμαϊκό χαιρετισμό και ανεβαίνει στο αυτοκίνητο…».

Κάποια κυρία της αριστοκρατίας της Ρώμης γράφει προς τον σύζυγο ταγματάρχη στη ζώνη των επιχειρήσεων: «Είμαι διατεθειμένη να κάνω τα πάντα για να πετύχω τη μετάθεσή σου εδώ. Σήμερα το πρωί πήγα στο Υπουργείο και ο στρατηγός που ξέρεις με δέχθηκε εγκάρδια. Μου είπε να μείνεις ήσυχος, θα τα καταφέρει οπωσδήποτε, αν όχι στη Ρώμη θα είναι σίγουρα σε ένα πολύ κοντινό μέρος. Ταυτόχρονα μου ζήτησε να συναντηθούμε το βράδυ. Οπως βλέπεις, ο σάτυρος γέρος δεν χάνει χρόνο. Επειδή όμως σ' αγαπάω πολύ είμαι διατεθειμένη να θυσιαστώ».

* Ο κ. Φάνης Κοιλανίτης είναι ιστορικός.

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1940: ΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΤΟ «ΟΧΙ»

Καθημερίνη 28-10-2008

Tου Aντωνη Kαρκαγιαννη

Μερικά ερωτήματα σχετικά με τον πόλεμο του 1940, 68 χρόνια μετά την 28η Οκτωβρίου, παραμένουν όχι ακριβώς αναπάντητα, αλλά μετέωρα μεταξύ ιστορικής αλήθειας και μύθου. Και εκεί ακόμα που υπάρχουν ικανοποιητικές ιστορικές μελέτες λειτουργεί ταυτόχρονα ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο διαμορφώνονται τα γεγονότα στη συλλογική συνείδηση ενός λαού. Είναι αυτό που ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Χάγκεν Φλάισερ, στο τελευταίο του βιβλίο, ονομάζει «δημόσια ιστορία» για να τη διαφοροποιήσει από την επιστήμη της Ιστορίας. Η «δημόσια ιστορία» δεν γράφεται από ιστορικούς με επιστημονικά κριτήρια και έπειτα από έρευνα. Γράφεται από πολιτικούς με κριτήριο πολιτικές επιδιώξεις, από δημοσιογράφους (ενίοτε με την προχειρότητα που χαρακτηρίζει το επάγγελμά μας), από σκηνοθέτες του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, από λαϊκούς αφηγητές και παραμυθάδες και από πολλούς άλλους, ίσως καλοπροαίρετους ανθρώπους, που όμως δεν είναι ιστορικοί. Θα αναφερθούμε σε μερικά μόνο ερωτήματα που εξακολουθούν να είναι μετέωρα σε αυτήν τη «δημόσια ιστορία».

Ποιος είπε το ΟΧΙ; Το είπε ο Μεταξάς τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, χωρίς να συνεννοηθεί προηγουμένως με κανέναν, ούτε με τον βασιλιά (που ήταν η κύρια πηγή της πολιτικής του δύναμης) ούτε με τους υπουργούς του. Αυτό σημαίνει ότι το ΟΧΙ το είχε επεξεργασθεί και το είχε αποφασίσει από πριν, ίσως από χρόνια. Και δεν ήταν το ΟΧΙ προς την Ιταλία μόνο. Ο «γερμανόφιλος» Μεταξάς του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχε αυταπάτες, γνώριζε ότι το ΟΧΙ απευθύνεται στον Αξονα Γερμανίας - Ιταλίας. Το ΟΧΙ το είπε ο Μεταξάς και πίσω του ομόθυμα, παραμερίζοντας τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές, συντάχθηκε ολόκληρος ο λαός. Είναι η ορθότερη και λογικότερη σχέση μεταξύ ηγεσίας και λαού. Να αποφασίζει η ηγεσία, να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία και να κρίνεται από το αν θα ακολουθήσει ο λαός. Οι σημερινές ηγεσίες δεν τολμούν να αποφασίσουν τίποτα διαφορετικό ή αντίθετο με τις δημοσκοπήσεις...

Το δεύτερο μετέωρο ερώτημα είναι αν ο Μεταξάς άφησε τη χώρα πολιτικά (και άρα στο φρόνημα) και υλικά απαράσκευη για να αντιμετωπίσει την επίθεση: Η χώρα πολιτικά ήταν, πράγματι, βαθύτατα διχασμένη, αλλά ξεπέρασε αστραπιαία τον διχασμό της (και ουσιαστικά τον αναίρεσε) με το ΟΧΙ του Μεταξά. Κατά τη γνώμη μου, είναι μεγάλη η πολιτική σημασία του πρώτου γράμματος του Νίκου Ζαχαριάδη, ηγέτη τότε του ΚΚΕ, που παρά τους διωγμούς που δέχθηκε ο ίδιος και το κόμμα του τάχθηκε ανεπιφύλακτα πίσω από το ΟΧΙ του Μεταξά.

Ως προς το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, αν άφησε τη χώρα υλικά απαράσκευη, η απάντηση δόθηκε στο πεδίο της μάχης, τουλάχιστον ώς τις αρχές της άνοιξης του 1941. Είναι βέβαια γνωστό το σύνθημα και η πεποίθηση ότι η Ελλάδα αντιμετώπισε κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις τις οποίες κατανίκησε με την ευψυχία λαού και στρατού.

Αυτό είναι εν μέρει ορθό. Η ευψυχία δεν αμφισβητείται από κανέναν. Οχι γιατί οι Ιταλοί ήταν... «δειλοί μακαρονάδες». Αλλά γιατί αυτοί δεν είχαν ζωτικό λόγο να πολεμήσουν, ενώ εμείς είχαμε.

Οι δυνάμεις της Ελλάδας ήταν υποδεέστερες σε σύγκριση με το σύνολο των δυνάμεων που μπορούσε να κινητοποιήσει η Ιταλία. Σε σύγκριση με τις δυνάμεις που κατόρθωσε να παρατάξει στο μέτωπο της Ηπείρου και της Αλβανίας, από όσα έχω διαβάσει, τείνω να σχηματίσω την πεποίθηση ότι ο ελληνικός στρατός, ώς τον Μάρτιο του 1941, είχε σαφή υπεροπλία. Ισως ήταν θέμα ανεπαρκούς οργάνωσης ή λανθασμένου υπολογισμού από την πλευρά του ιταλικού επιτελείου.

Στις συνθήκες ενός ορεινού πολέμου ο ελληνικός στρατός ήταν καλύτερα οργανωμένος και καλύτερα εξοπλισμένος, με ατομικά όπλα, μυδραλιοβόλα και ορεινό πυροβολικό κατά πολύ υπέρτερα των Ιταλών. Και το σημαντικότερο, στα κρίσιμα σημεία των συγκρούσεων τα ελληνικά επιτελεία κατόρθωναν να συγκεντρώνουν υπέρτερες δυνάμεις...