Παρουσιάσητα δύο διαμετρικά αντιθέτων κείμενων, όπως δημοσιεύτηκαν στην « τα γεγονότα εκείνης της περιόδου.
Συστηματική αναπαραγωγή μύθων που έχουν απαξιωθεί επιστημονικά
Του Σταθη Ν. Καλυβα*
Η επιστημονική μελέτη της δεκαετίας ’40 μπορεί να ξεκίνησε αργά, έχει όμως κάνει τεράστια άλματα. Ας εξετάσουμε τα τρία σημαντικότερα.
Το 1978 διοργανώθηκε το πρώτο επιστημονικό συνέδριο για τον Εμφύλιο («Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950» με συμβολές που έβαλαν τέλος στην κυριαρχία των χρονικών (π.χ. «Το αντάρτικο» του Φοίβου Γρηγοριάδη ή «Οι καπετάνιοι» του Dominique Eudes). Η συστηματική μελέτη των βρετανικών και αμερικανικών αρχείων έθεσε την έρευνα του Εμφυλίου σε επιστημονικές βάσεις, απαξιώνοντας τη διαδεδομένη ώς τότε αντίληψη περί ξενοκίνητου ΚΚΕ με αποκλειστική ευθύνη για τον Εμφύλιο. Γι’ αυτό άλλωστε και η έρευνα χαρακτηρίστηκε τότε, και υπήρξε πράγματι, «αναθεωρητική». Η ορθή, όμως, απομάκρυνση από τη μυθολογία των νικητών οδήγησε, στα χρόνια που ακολούθησαν, σε ορισμένες υπερβολές, όπως η περιγραφή του ΚΚΕ ως ένα αγγελικό κόμμα που δεν επιθυμούσε τίποτα παραπάνω από την ειρηνική συνύπαρξη με τους αντιπάλους του και σχεδόν απεχθανόταν την εξουσία· ένα κόμμα, δηλαδή, πιο σχετικό με τον Γκάντι παρά με τον Στάλιν!
Το δεύτερο άλμα έγινε το 1994, όταν κυκλοφόρησε το «Στην Ελλάδα του Χίτλερ» του Mark Mazower, ένα έργο που μετακίνησε με επιτυχία την ερευνητική ατζέντα από τις ελίτ στις μάζες, αναδεικνύοντας τις ρίζες του Εμφυλίου στην περίοδο της Κατοχής και απαγκιστρώνοντας την έρευνα από στείρα ερωτήματα που είχαν πιο πολύ σχέση με τις μεταφυσικές ανησυχίες της Αριστεράς απ’ ό,τι με τις επιταγές της έρευνας. Το βιβλίο αυτό άνοιξε ένα τεράστιο πεδίο κοινωνιολογικών ερωτημάτων για τη μορφή και το περιεχόμενο της κυριαρχίας των αντίπαλων συνασπισμών και τη συμπεριφορά των «απλών ανθρώπων». Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και η «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού, ένα μυθιστόρημα για τον κατοχικό εμφύλιο στη Πελοπόννησο, που έθεσε με λογοτεχνικό τρόπο αντίστοιχα θέματα και του οποίου η επιρροή αποδείχθηκε εκ των υστέρων σημαντικότατη.
Το τρίτο άλμα έγινε στη διετία 1999-2000, περίοδο κατά την οποία διοργανώθηκε πλήθος επιστημονικών συνεδρίων για τον Εμφύλιο. Το 2000 πραγματοποιήθηκε και η πρώτη ημερίδα του «Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων» στη Θεσσαλονίκη. Μια πλειάδα νέων ερευνητών προέκρινε την τοπική ιστορία, την εστίαση στα κίνητρα των ανθρώπων και την ανάδειξη μιας «ευαίσθητης» θεματολογίας όπως ο δωσιλογισμός ή η βία. Η επιτυχία του Δικτύου (διοργανώθηκαν έκτοτε εννέα ετήσια συνέδρια και πλήθος άλλων εκδηλώσεων και εκδόσεων) προκάλεσε την έντονη αντίδραση μερίδας ιστορικών και δημοσιογράφων που δυσανασχέτησαν δημόσια από τον «αγενή» δυναμισμό της νέας γενιάς ερευνητών. Ο όρος «αναθεωρητισμός» επανήλθε στο προσκήνιο, ως ύβρις αυτή τη φορά.
Πλούτος τεκμηρίων
Από το 1979 και μετά απαντήθηκαν πολλά ερωτήματα. Γνωρίζουμε πλέον πολλά για την αλληλουχία των αποφάσεων των αντίπαλων πολιτικών ηγεσιών σε κρίσιμες καμπές, τις προθέσεις τους, αλλά και τις παρανοήσεις τους, ενώ ξεφύγαμε από τη συνωμοσιολογική ανάγνωση της Ιστορίας. Διαπιστώθηκε πως διαδεδομένοι ισχυρισμοί δεν είχαν βάση, όπως π.χ. πως ο δωσιλογισμός υπήρξε υπόθεση μιας «δράκας μαυραγοριτών», πως η ένταξη στο ΕΑΜ είχε ταξική (ή, έστω, οικονομική) βάση και εξέφραζε ένα αντίστοιχα «ριζοσπαστικό» ατομικό προφίλ ή πως ο Εμφύλιος ξεκίνησε το 1946 ως αποτέλεσμα της «λευκής τρομοκρατίας» και της βρετανικής πολιτικής. Εξερευνήθηκαν συστηματικά οι εθνοτικές διαστάσεις της εμφύλιας σύγκρουσης, οι δυναμικές της βίας και οι παράμετροι της συμμετοχής των ανθρώπων στους αντίπαλους συνασπισμούς. Στην πρόοδο αυτή συνέβαλε ο πλούτος των τεκμηρίων. Ο αποχαρακτηρισμός των αρχείων της βρετανικής SOE φώτισε την ανάδειξη του ΕΛΑΣ σε κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στον χώρο της αντίστασης η συστηματική μελέτη των γερμανικών αρχείων οδήγησε σε μια πληρέστερη αντίληψη για τη δομή της Κατοχής η έρευνα του τμήματος του αρχείου του ΚΚΕ που διασώζεται στα ΑΣΚΙ συνέβαλε στη σαφέστερη αποτίμηση των προθέσεων του ΚΚΕ (π.χ. έκθεση Μακρίδη) και της φύσης της εαμικής εξουσίας στο τοπικό επίπεδο (μέσα από τις διαφωτιστικές εκθέσεις των ίδιων των στελεχών της), ενώ οδήγησε και στη μελέτη της σύντομης αλλά κρίσιμης περιόδου της «εαμοκρατίας» (Σεπτέμβριος 1944 – Μάρτιος 1945) όταν η Ελλάδα γνώρισε μια ιδιότυπη κομμουνιστική διακυβέρνηση, η συνεχιζόμενη μελέτη των αρχείων των χωρών του σοβιετικού μπλοκ οδηγεί σε μια ριζική επανεκτίμηση της δομής, λειτουργίας και υποστήριξης του «Δημοκρατικού Στρατού» και της λειτουργίας του ΚΚΕ εκτός Ελλάδας· τα πλούσια κρατικά στρατιωτικά, δικαστικά και τοπικά τεκμήρια που έγιναν διαθέσιμα τα τελευταία χρόνια κυρίως μέσω των ΓΑΚ επιτρέπουν τη μελέτη της λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών, καθώς και την καταγραφή των εμφυλίων συγκρούσεων ακόμα και στο επίπεδο του χωριού, έργο που συμπληρώνουν οι προφορικές πηγές.
Χωρίς συγκριτικές μελέτες
Οπως είναι φυσικό, παραμένουν αρκετά ερωτήματα. Απουσιάζουν, για παράδειγμα, κομμάτια του παζλ των αποφάσεων του ΚΚΕ, ενώ διαθέτουμε ακόμη λίγες συστηματικές αναλύσεις για τη σχέση (ή όχι) των προπολεμικών κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων με τις εμφύλιες συγκρούσεις. Παραμένουν επίσης σημαντικά πραγματολογικά κενά. Τέλος, ο Εμφύλιος εξακολουθεί να ερευνάται αποκομμένος από άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις: απουσιάζουν δηλαδή οι αναγκαίες συγκριτικές μελέτες.
Το μείζον, ίσως, αναπάντητο ερώτημα αφορά την κληρονομιά του Εμφυλίου και τον τρόπο με τον οποίο η ιστορία του διατρέχει την κοινωνία. Από τη μία, ο Εμφύλιος έχει πλέον αποσυνδεθεί οριστικά από την πολιτική. Από την άλλη όμως, εξακολουθούν να αναπαράγονται συστηματικά μύθοι και κλισέ που έχουν τελείως απαξιωθεί επιστημονικά. Αντίθετα από χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία όπου η ιστορική έρευνα διαχέεται στο ευρύτερο κοινό, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στη χώρα μας, τουλάχιστον όχι ακόμη. Για του λόγου το αληθές αρκεί κανείς να διατρέξει πρόσφατα εκλαϊκευτικά έργα, όπως η Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000 (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα), η Ιστορία των Ελλήνων (εκδόσεις Δομή) και η Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα (εκδόσεις Βιβλιόραμα) όπου θα συναντήσει μπόλικα αναμασήματα της προπαγάνδας του ΚΚΕ της δεκαετίας του ’40. Η ιστοριογραφία αγγίζει τα όρια της αγιογραφίας όταν σοβαροί, υποτίθεται, πανεπιστημιακοί ταυτίζουν την εθνική αντίσταση με το ΕΑΜ, υποστηρίζουν πως η απόφαση των ανθρώπων της εποχής να ενταχθούν στην Αριστερά ήταν «μια ηθική επιλογή», και ισχυρίζονται είτε πως η βία υπήρξε μονοπώλιο της μιας πλευράς είτε πως η αριστερή βία δεν είχε καμιά απολύτως επίπτωση στις εξελίξεις.
Το κεντρικό, λοιπόν, αναπάντητο ερώτημα αφορά στην ύπαρξη και διάρκεια της αντίληψης που θεωρεί πως η αποστασιοποίηση από τα γεγονότα της εποχής είναι αδύνατη, πως η ιστορία της δεκαετίας του ’40 δεν επιδέχεται διορθώσεις και αναθεωρήσεις και πως εκείνες που τελικά επιχειρούνται είναι πολιτικά ύποπτες και ηθικά απαράδεκτες. Πρόκειται, βέβαια, για ένα ευρύτερο πρόβλημα που χαρακτηρίζει συνολικά τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία στέκεται απέναντι στο ίδιο της το παρελθόν και που σχετίζεται άμεσα με τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η ορθολογική και κριτική σκέψη στη χώρα μας.
Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας διδάσκει Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.
Τι προκάλεσε τη σύγκρουση
Του Γιωργου Μαργαριτη*
Σε σύγκριση με τους «κλασικούς» πολέμους, εκείνους δηλαδή που συμβαίνουν μεταξύ κρατών, οι εμφύλιοι πόλεμοι παρουσιάζουν μία σειρά από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Οι «κλασικοί» πόλεμοι, για παράδειγμα, έχουν συνήθως σαφέστατα χρονικά όρια όπου τοποθετούμε την έναρξη και τη λήξη τους, ενώ για τους εμφυλίους αυτά τα στοιχειώδη συνήθως απουσιάζουν. Θα ήταν αυθαίρετο να επιλέξουμε μία συγκεκριμένη ημερομηνία για να τοποθετήσουμε την έναρξη του ελληνικού εμφυλίου, να βρούμε δηλαδή μία αντίστοιχη 28η Οκτωβρίου που, χωρίς αμφισβήτηση, προσδιορίζει την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου στα 1940. Αντίστοιχα προβλήματα έχουμε στον προσδιορισμό της αρχής και του τέλους των περισσότερων από τους εμφυλίους της σύγχρονης εποχής: του ρωσικού, του ισπανικού ή ακόμα του αμερικανικού.
Ετούτη η απλή διαφορά υποκρύπτει άλλες σοβαρότερες. Στους «κλασικούς» πολέμους συναντούμε κάποιους κανόνες ή έστω κάποια εθιμική τελετουργία, καταστάσεις που απουσιάζουν στους εμφύλιους. Οι διπλωματικές και άρα νομικές πράξεις της «κήρυξης πολέμου» ή της «ανακωχής» και της «συνθήκης ειρήνης», μπορούν να εφαρμοστούν σε πολέμους μεταξύ εθνών και συνασπισμών όχι όμως μεταξύ τμημάτων της ίδιας και της αυτής κοινωνίας. Το ζητούμενο σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση είναι καίριο και απόλυτο. Ενώ δηλαδή μετά το τέλος ενός κλασικού πολέμου τα έθνη εξακολουθούν να υπάρχουν -ακόμα και αυτό που έχει ηττηθεί και που ίσως κατέχεται στρατιωτικά και κυβερνιέται πολιτικά από τον νικητή του πολέμου- στην εμφύλια σύγκρουση ο στόχος είναι η εκμηδένιση του νικημένου: η επανενοποίηση δηλαδή μιας κοινωνίας που έχει διαρραγεί χωρίς την παρουσία του ηττημένου, χωρίς να υπάρχει χώρος γι’ αυτόν. Με αυτή την έννοια οι εμφύλιοι είναι συνήθως πόλεμοι ολοκληρωτικοί και ως εκ τούτου πολύ πιο σκληροί και αδυσώπητοι από τους «κλασικούς» αντίστοιχους. Δεν μπορούν να αρχίσουν «επίσημα» -άρα με κανόνες- και δεν μπορούν να λήξουν παρά μόνο με την απόλυτη υποταγή του ηττημένου μέρους της κοινωνίας σε εκείνο το οποίο επικράτησε.
Κοινωνικές αιτίες
Για να φθάσουμε σε μία εμφύλια σύρραξη οι αιτίες πρέπει να είναι βαθύτατα κοινωνικές. Η ώς τότε ενιαία κοινωνική και πολιτική δομή να έχει αποδειχθεί απόλυτα ανίκανη να διαχειριστεί και να αμβλύνει τις εσωτερικές της αντιθέσεις και, κατά συνέπεια να πρέπει να καταστραφεί για να αναδομηθεί πάνω σε νέες βάσεις. Για την ελληνική κοινωνία στα μέσα του 20ού αιώνα η καίρια τομή, το ρήγμα -για να μιλήσουμε με όρους σεισμολογίας- που έδωσε τον εμφύλιο «σεισμό» του 1946-1949 βρίσκεται, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις στην κατοχική περίοδο, στα 1941-1944. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου «εκτάκτων συνθηκών» η ενότητα της ελληνικής κοινωνίας διερράγη με τρόπο απόλυτο και χωρίστηκε σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα των οποίων η ενοποίηση μόνο από την διαδικασία του εμφύλιου μπορούσε να γίνει.
Εάν η Μικρασιατική Καταστροφή και η γενικότερη ιστορική συγκυρία την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σήμαναν την σε μεγάλο ποσοστό εξαφάνιση της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης -που αναπτυσσόταν στα έξω από τη χώρα κέντρα- η κατοχή ήταν μία εποχή ανοικοδόμησης ισχυρών οικονομικά, και συνεπακόλουθα πολιτικά, κοινωνικών στρωμάτων. Η εντυπωσιακή συγκέντρωση πλούτου σε όσους ευνοήθηκαν από την «οικονομία του δωσιλογισμού» προκύπτει από πολλές πηγές: αποτυπώνεται, λόγου χάρη, ανάγλυφα στις προσπάθειες της κυβέρνησης Βούλγαρη και των Βρετανών να λύσουν το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας του 1945 φορολογώντας μέρος των περιουσιών που απέκτησαν οι «πλουτίσαντες επί κατοχής». Τα ποσά, τα κεφάλαια, που οι αρμόδιοι κυβερνητικοί επίτροποι εντόπισαν τότε συγκεντρωμένα σε μερικές εκατοντάδες οικογένειες, ήσαν εκθαμβωτικά, εξηγώντας ειδικές οικονομικές λειτουργίες της κατοχικής περιόδου – τη δίψα για χρυσό ή τη μαζική μεταβίβαση ακίνητων περιουσιών.
Οικονομική εξαθλίωση
Από την άλλη πλευρά εξίσου εντυπωσιακή ήταν η οικονομική εξαθλίωση και ο συνεπακόλουθος κοινωνικός και πολιτικός παραγκωνισμός ευρύτατων στρωμάτων του πληθυσμού, αστικού αλλά και αγροτικού (ο τελευταίος είχε και το σισύφειο πρόβλημά του να ανταγωνιστεί την από το εξωτερικό προερχόμενη επισιτιστική βοήθεια). Η στυγνή εκμετάλλευση της εργασίας των κάθε είδους εργαζόμενων της χώρας και η πολύμορφη αρπαγή των προϊόντων του μόχθου τους ή και των περιουσιακών τους στοιχείων αποτελούν σταθερές στην «οικονομία του δωσιλογισμού». Βρισκόμαστε ακριβώς στα χείλη του ρήγματος που «έδωσε» την ένταση του 1944-1946 και τελικά τον εμφύλιο πόλεμο.
Ολα τα υπόλοιπα ήταν θέμα συγκυριών, πολιτικών σχεδιασμών, πολιτικών και στρατιωτικών δυνατοτήτων και του κατάλληλου χρόνου.
Οι πρώτες τουφεκιές των αποκλεισμένων στα βουνά
Μιλώντας για τις πλέον κρίσιμες στιγμές στην ιστορία του ελληνικού εμφυλίου, τίποτε ίσως δεν εντυπωσιάζει περισσότερο από τη στιγμή στην οποία ξεκίνησε. Πραγματικά, το καλοκαίρι του 1945 ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που θα θεωρούσαν πιθανή τη διολίσθηση της χώρας σε εμφύλιο πόλεμο. Κανένα από τα στοιχεία που θα επέτρεπαν σε έναν τέτοιο πόλεμο να συμβεί δεν ήσαν εκεί. Η «ομαλοποίηση» της πολιτικής ζωής, δηλαδή η επιστροφή του πολιτικού συστήματος στα 1935, είχε ολοκληρωθεί με τον πλέον ανώδυνο τρόπο για τις συντηρητικές δυνάμεις. Μετά τις εκλογές του Μαρτίου 1946 η κυβέρνηση ανήκε στους Λαϊκούς και στο πολιτικό σκηνικό είχε ολοκληρωθεί η ενσωμάτωση όλων των αντικομμουνιστικών δυνάμεων -ακόμα και εκείνων που προέρχονταν από το δωσιλογικό κράτος της κατοχής- σε ένα ενιαίο πλέγμα εξουσίας.
Η επάνοδος του βασιλιά και η αποκατάσταση της μοναρχίας ήταν θέμα χρόνου, ενώ η κρατική μηχανή, τα σώματα ασφαλείας και ο στρατός είχαν ολοκληρώσει την διαδικασία ενοποίησης με την ένταξη σημαντικών στοιχείων του κατοχικού κράτους στους νέους μηχανισμούς. Τα όπλα, οι στρατιωτικοί μηχανισμοί ανήκαν αποκλειστικά στον κυβερνητικό χώρο και, με περισσότερους των εκατό χιλιάδων ενόπλων, δεν ήσαν ασήμαντα στην ισχύ τους. Στην ύπαιθρο κυριαρχούσαν οι ίδιοι ποικιλώνυμοι παράγοντες των «αντικομμουνιστικών επιτροπών» της κατοχής και, με τις ένοπλες συμμορίες τους ή με την αποκλειστική διαχείριση της υπερπολύτιμης «ανθρωπιστικής βοήθειας» της ΟΥΝΡΑ (του ΟΗΕ) έδειχναν απόλυτοι κύριοι της κατάστασης.
Διώξεις
Το ΚΚΕ και μαζί του όλη η κληρονομιά της Αντίστασης έδειχναν να έχουν αποφασιστικά ηττηθεί. Τα μέλη και οι οπαδοί του ήταν είτε φυλακισμένοι, είτε υπόδικοι, είτε καταζητούμενοι, είτε ανυπεράσπιστα θύματα στις ορέξεις των συμμοριτών της επαρχίας. Οι οργανώσεις τους φυλλορροούσαν και αποκόπτονταν ενώ, η πολύμηνη προσπάθεια για την κατάκτηση της πλειοψηφίας στα εργατικά συνδικάτα, την ΓΣΕΕ, τα κλαδικά σωματεία και τα εργατικά κέντρα, ακυρώθηκε με απλές αποφάσεις Πρωτοδικείων που αντικατέστησαν τις εκλεγμένες διοικήσεις με άλλες, περισσότερο συμπαθείς στους νέους ισχυρούς. Το Γ΄ Ψήφισμα του Ιουνίου 1946, ταυτίζοντας, όπου το επιθυμούσε η όποια νομαρχιακή «Επιτροπή Ασφαλείας» την κομμουνιστική δραστηριότητα με «εσχάτη προδοσία» – για την «απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Ελληνικής Επικράτειας»- μπορούσε να στείλει όποιον ήθελε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Για την ακρίβεια από τον Ιούλιο έστελνε κιόλας.
Εκπληξη για όλους
Τότε ξεκίνησε ο εμφύλιος… Οι πρώτες τουφεκιές φαίνεται πως ήταν συνάρτηση της απελπισίας των αποκομμένων -κάτω από το βάρος των διωγμών- «καταδιωκόμενων» στις ορεινές περιοχές. Επρόκειτο για δύο, ίσως, χιλιάδες άτομα σκορπισμένα στις απρόσιτα ορεινές περιοχές της χώρας. Στην πλειοψηφία τους είχαν καταφύγει στα ακατοίκητα τον χειμώνα ορεινά χωριά όπου εφοδιάζονταν από τις οργανώσεις ή τις οικογένειές τους. Το καλοκαίρι του 1946 οι οργανώσεις είχαν διαλυθεί στα μικρά χωριά ενώ τις οικογένειες τις έζωναν στενά οι συμμορίες του παρακράτους και οι Χωροφύλακες και τις διασκόρπζαν οι εξορίες και οι υποχρεωτικές «μετοικήσεις». Η δε επάνοδος των χωρικών στα καλοκαιρινά τους χωριά, κατοικίες και βοσκοτόπια έφερνε μαζί τους Χωροφύλακες και τους παρακρατικούς της «Χ» ή όλων των παραπλήσιων οργανώσεων. Οι «διωκόμενοι» αν ήθελαν να φάνε έπρεπε πλέον να συγκρουστούν, να προασπίσουν τον τελευταίο ζωτικό χώρο που τους είχε απομείνει.
Η μετατροπή των σποραδικών αψιμαχιών του Ιουλίου – Αυγούστου 1946 σε τακτικό εμφύλιο πόλεμο μέσα σε λίγες εβδομάδες αποτέλεσε μία μεγάλη έκπληξη για τους τότε παρατηρητές των ελληνικών πραγμάτων -ειδικά τους Βρετανούς- και εξακολουθεί να μας προβληματίζει στην προσπάθεια κατανόησης των τότε συμβάντων. Προφανώς οι πρώτοι αυτοί πυροβολισμοί ήχησαν ως προσκλητήριο σάλπισμα σε έναν αγροτικό χώρο όπου περίσσευαν η δυσαρέσκεια και το μίσος. Καθώς όμως οι πόλεμοι γίνονται με στρατεύματα και μηχανισμούς μας εντυπωσιάζει η ικανότητα των τότε ανθρώπων να φτιάχνουν τέτοιου είδους «εργαλεία» από το τίποτε σχεδόν. Η ελληνική κοινωνία είχε εμφανώς μία τεχνογνωσία αντίστασης και εξέγερσης που μπορούσε να αμφισβητήσει, αν όχι να ανατρέψει, τις πλέον δυσμενείς συγκυρίες.
Ο πόλεμος που ξεκίνησε τότε κράτησε περισσότερο από τρία χρόνια και ήταν ίσως ο μεγαλύτερος σε συνέπειες και σε έκταση πόλεμος που γνώρισε το ελληνικό κράτος από τον καιρό της δημιουργίας του ώς σήμερα.
Ωκεανός αίματος για τους ενόπλους
Ο πόλεμος αυτός, όπως και πολλές άλλες περιπέτειες των ανθρώπων, έχει γίνει ένα είδος καταναλώσιμου είδους στις μέρες μας – μέχρι πρόσφατα ο κόσμος μας πίστευε ακράδαντα στη μαγική αγορά και αδημονούσε να καταναλώσει ό,τι του προσφερόταν. Για να καταναλωθεί εύπεπτα χρειάζονται ειδικά «καταναλωτικά χαρακτηριστικά» τα οποία προστίθενται σε έναν εξαιρετικά θολό ιστορικό καμβά, ώστε το όλο να είναι δυνατό να πωληθεί «αγοραία». Οι απεικονίσεις ή οι περιγραφές του πολέμου επιμένουν σε εξηγήσεις του τύπου: «οι ξένοι που μας έβαλαν», το «κακό μας το κεφάλι», «η φύση του Ελληνα που χύνει την καρδάρα με το γάλα που με κόπο μάζεψε» και το ηθικό δίδαγμα του πόσο κακό είναι «αδελφός να πολεμά αδελφό». Πάνω σε αυτή την εμπορική εκδοχή του Εμφυλίου στηρίχθηκαν επιστημονικοφανείς «ερμηνείες» όπου απουσιάζει μεν η ιστορία, η οικονομία, η ιδεολογία, η πολιτική και εν γένει όλοι οι τρόποι με τους οποίους κατάφερναν ώς τώρα οι άνθρωποι να ερμηνεύουν επιστημονικά τον εαυτό τους, περισσεύει όμως η ηθικολογική μεταφυσική παρερμηνεία των γεγονότων. Σε αυτή την άγνωστου διαμονής -ως προς τον ιστορικό της περίγυρο- εποχή, θεωρίες βίας που εξαχρειώνουν τους ανθρώπους -ο κομμουνισμός δηλαδή- μετατρέπουν όλες τις προσωπικές, τοπικές, οικογενειακές διαφορές και υποθέσεις σε ατελείωτο κύκλο αίματος και θανάτου: ιδού ο εκτός ιστορίας, εκτός οικονομίας, εκτός ιδεολογίας, εκτός πολιτικής, ο εκτός πραγματικότητας Εμφύλιος. Οπου, για ανεξήγητους λόγους, ο αδελφός κυνηγά τον αδελφό.
Τα θύματα
Και εδώ τα στοιχεία μπορούν να μας εντυπωσιάσουν και να μας προσγειώσουν σε πιο αληθοφανείς υποθέσεις και ερμηνείες. Ο ελληνικός Εμφύλιος είναι εξίσου σκληρός με τους εμφυλίους που προηγήθηκαν και με αυτούς που ακολούθησαν. Ηταν ένας ωκεανός αίματος. Οι επίσημες απώλειες του ελληνικού στρατού (σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού) ανήλθαν σε 12.300 νεκρούς στον στρατό ξηράς και σε λιγότερο σαφή αριθμό αγνοουμένων. Οσον αφορά το κυβερνητικό στρατόπεδο, στους παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε 2.500 νεκρούς της Χωροφυλακής και έναν άγνωστο, αλλά οπωσδήποτε μεγάλο, αριθμό νεκρών στις παραστρατιωτικές οργανώσεις (ΜΑΥ, ΜΑΔ κ.λπ.) και στις «συμμορίες» της «Χ» και των παρόμοιων σχηματισμών. Χονδρικά μπορούμε να υπολογίσουμε τον αριθμό των όσων σκοτώθηκαν ενταγμένοι στα διάφορα ένοπλα σώματα του κυβερνητικού στρατοπέδου σε περίπου είκοσι χιλιάδες.
Από την άλλη πλευρά οι απώλειες του Δημοκρατικού Στρατού και των άλλων σχηματισμών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης μπορούν να εκτιμηθούν σε κάτι ανάμεσα στους 20.000 και τους 25.000 νεκρούς. Συνολικά δηλαδή σκοτώθηκαν και από τις δύο πλευρές σαράντα με σαράντα πέντε χιλιάδες ένοπλοι, είτε στρατιώτες είτε εθελοντές είτε ενταγμένοι σε σχηματισμούς καταστολής. Μπροστά στους 8.000 νεκρούς των Βαλκανικών Πολέμων, στους 15.000 του πολέμου 1940 -1941, στους 37.000 νεκρούς και αγνοούμενους του ελληνο-τουρκικού πολέμου 1919 – 1922, ο Εμφύλιος οπωσδήποτε κατέχει τα σκήπτρα του στρατιωτικού θανατικού.
12.000 άμαχοι
Το σημείο όπου οι απώλειες του ελληνικού Εμφυλίου διαφέρουν ποιοτικά από τις αντίστοιχες άλλων εμφυλίων και το σημείο όπου μάλλον καταρρίπτεται ο μύθος περί τυφλού αλληλοσκοτωμού αδελφού με αδελφό, βρίσκεται στις απώλειες των αμάχων, των μη ενταγμένων σε μάχιμους σχηματισμούς δηλαδή. Οι κυβερνητικές πηγές αποδίδουν τον θάνατο 3.500 πολιτών σε ενέργειες του Δημοκρατικού Στρατού χωρίς να διευκρινίζεται πόσοι από αυτούς ήσαν μέλη ενόπλων «συμμοριών» ή άλλων παραστρατιωτικών σχηματισμών ή πόσοι εκτελέστηκαν με βάση αποφάσεις στρατοδικείων του ΔΣΕ. Από την άλλη πλευρά οι εκτελέσεις με βάση δικαστική απόφαση των κυβερνητικών δικαστηρίων και στρατοδικείων ή χωρίς αυτή, ή οι απλές δολοφονίες αριστερών ή υπόπτων από παρακρατικούς στη διάρκεια του «διωγμού» υπολογίζονται σε 7.000 ώς 8.000 περίπου στη διάρκεια του Εμφυλίου. Και εδώ επίσης είναι δύσκολο να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα σε απλούς αμάχους και σε αιχμαλωτισμένους, λόγου χάρη, αντάρτες.
Το σύνολο μάς δίνει έναν συνολικό αριθμό 10.000 ώς 12.000 αμάχων -ή έστω «αμάχων»- που θανατώθηκαν ή πέθαναν (π.χ. από ψύξη στα βουνά) στον πόλεμο αυτό με εξαιρετικά σημαντικό ανάμεσά τους το ποσοστό εκείνων που εκτελέστηκαν στη βάση δικαστικών αποφάσεων – δικαίων ή αδίκων είναι άλλο θέμα. Στους πολέμους «τυφλής βίας» όπου οι άνθρωποι σκοτώνονται γενικώς (π.χ. στους εμφυλίους της Αφρικής ή της Ασίας μετά την αποαποικιοποίηση) δεν συναντούμε παρόμοια σχέση στρατιωτικών μη στρατιωτικών θανάτων (τέσσερα προς ένα, στον ισπανικό εμφύλιο η αναλογία πλησιάζει τό ένα προς ένα) ή ένα τόσο μεγάλο ποσοστό «οργανωμένων» -όχι τυφλών- θανατώσεων. Προφανώς στον ελληνικό Εμφύλιο βρισκόμαστε μπροστά σε σύγκρουση αυστηρά προσδιορισμένων στρατοπέδων και ως εκ τούτου η πολιτική, η ιδεολογία και το κοινωνικό υπόβαθρο πολύ δύσκολα μπορούν να εξοβελιστούν, όση καλή θέληση κι αν υπάρχει.
Οι άνθρωποι που σκοτώθηκαν στον πόλεμο αυτό ήξεραν με σαφήνεια γιατί θυσίαζαν τη ζωή τους. Γνώριζαν με κάθε λεπτομέρεια σε ποιο στρατόπεδο ανήκαν. Είναι άκρως υποτιμητικό για τη μνήμη και την ιστορία τους να τους υποβιβάζει κανείς σε αιμοσταγή άγρια θηρία.
* Ο κ. Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου