Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πια, ότι σε όλο το δυτικό κόσμο η μεγάλη μάζα των διανοουμένων είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το κεφάλαιο ή από την εξουσία. Οι μηχανισμοί είναι γνωστότατοι. Η εύνοια, η συμμετοχή σε " ερευνητικά προγράμματα " που συνδέονται με την παραγωγή, η παροχή υπηρεσιών με την τυπική ιδιότητα του συμβούλου, του τεχνοκράτη, του εμπειρογνώμονα ή ακόμα και του «γκουρού», κατέστησαν την διανόηση «επάγγελμα»...».

Κ
. Τσουκαλάς

« It is now an undeniable fact that throughout the western world the intellectuals are strongly dependent on the capital and the «power». The mechanisms are well known. These are the favouritism, the participation in «research projects» associated with the production, the status of consultant, the technocrat, the expert, or even the «gurus».All these have made the intellectuals a professional cast of people in the service of political, economical and social elites.

C. Tsoukalas




Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1940: ΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΤΟ «ΟΧΙ»

Καθημερίνη 28-10-2008

Tου Aντωνη Kαρκαγιαννη

Μερικά ερωτήματα σχετικά με τον πόλεμο του 1940, 68 χρόνια μετά την 28η Οκτωβρίου, παραμένουν όχι ακριβώς αναπάντητα, αλλά μετέωρα μεταξύ ιστορικής αλήθειας και μύθου. Και εκεί ακόμα που υπάρχουν ικανοποιητικές ιστορικές μελέτες λειτουργεί ταυτόχρονα ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο διαμορφώνονται τα γεγονότα στη συλλογική συνείδηση ενός λαού. Είναι αυτό που ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Χάγκεν Φλάισερ, στο τελευταίο του βιβλίο, ονομάζει «δημόσια ιστορία» για να τη διαφοροποιήσει από την επιστήμη της Ιστορίας. Η «δημόσια ιστορία» δεν γράφεται από ιστορικούς με επιστημονικά κριτήρια και έπειτα από έρευνα. Γράφεται από πολιτικούς με κριτήριο πολιτικές επιδιώξεις, από δημοσιογράφους (ενίοτε με την προχειρότητα που χαρακτηρίζει το επάγγελμά μας), από σκηνοθέτες του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, από λαϊκούς αφηγητές και παραμυθάδες και από πολλούς άλλους, ίσως καλοπροαίρετους ανθρώπους, που όμως δεν είναι ιστορικοί. Θα αναφερθούμε σε μερικά μόνο ερωτήματα που εξακολουθούν να είναι μετέωρα σε αυτήν τη «δημόσια ιστορία».

Ποιος είπε το ΟΧΙ; Το είπε ο Μεταξάς τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, χωρίς να συνεννοηθεί προηγουμένως με κανέναν, ούτε με τον βασιλιά (που ήταν η κύρια πηγή της πολιτικής του δύναμης) ούτε με τους υπουργούς του. Αυτό σημαίνει ότι το ΟΧΙ το είχε επεξεργασθεί και το είχε αποφασίσει από πριν, ίσως από χρόνια. Και δεν ήταν το ΟΧΙ προς την Ιταλία μόνο. Ο «γερμανόφιλος» Μεταξάς του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχε αυταπάτες, γνώριζε ότι το ΟΧΙ απευθύνεται στον Αξονα Γερμανίας - Ιταλίας. Το ΟΧΙ το είπε ο Μεταξάς και πίσω του ομόθυμα, παραμερίζοντας τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές, συντάχθηκε ολόκληρος ο λαός. Είναι η ορθότερη και λογικότερη σχέση μεταξύ ηγεσίας και λαού. Να αποφασίζει η ηγεσία, να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία και να κρίνεται από το αν θα ακολουθήσει ο λαός. Οι σημερινές ηγεσίες δεν τολμούν να αποφασίσουν τίποτα διαφορετικό ή αντίθετο με τις δημοσκοπήσεις...

Το δεύτερο μετέωρο ερώτημα είναι αν ο Μεταξάς άφησε τη χώρα πολιτικά (και άρα στο φρόνημα) και υλικά απαράσκευη για να αντιμετωπίσει την επίθεση: Η χώρα πολιτικά ήταν, πράγματι, βαθύτατα διχασμένη, αλλά ξεπέρασε αστραπιαία τον διχασμό της (και ουσιαστικά τον αναίρεσε) με το ΟΧΙ του Μεταξά. Κατά τη γνώμη μου, είναι μεγάλη η πολιτική σημασία του πρώτου γράμματος του Νίκου Ζαχαριάδη, ηγέτη τότε του ΚΚΕ, που παρά τους διωγμούς που δέχθηκε ο ίδιος και το κόμμα του τάχθηκε ανεπιφύλακτα πίσω από το ΟΧΙ του Μεταξά.

Ως προς το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, αν άφησε τη χώρα υλικά απαράσκευη, η απάντηση δόθηκε στο πεδίο της μάχης, τουλάχιστον ώς τις αρχές της άνοιξης του 1941. Είναι βέβαια γνωστό το σύνθημα και η πεποίθηση ότι η Ελλάδα αντιμετώπισε κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις τις οποίες κατανίκησε με την ευψυχία λαού και στρατού.

Αυτό είναι εν μέρει ορθό. Η ευψυχία δεν αμφισβητείται από κανέναν. Οχι γιατί οι Ιταλοί ήταν... «δειλοί μακαρονάδες». Αλλά γιατί αυτοί δεν είχαν ζωτικό λόγο να πολεμήσουν, ενώ εμείς είχαμε.

Οι δυνάμεις της Ελλάδας ήταν υποδεέστερες σε σύγκριση με το σύνολο των δυνάμεων που μπορούσε να κινητοποιήσει η Ιταλία. Σε σύγκριση με τις δυνάμεις που κατόρθωσε να παρατάξει στο μέτωπο της Ηπείρου και της Αλβανίας, από όσα έχω διαβάσει, τείνω να σχηματίσω την πεποίθηση ότι ο ελληνικός στρατός, ώς τον Μάρτιο του 1941, είχε σαφή υπεροπλία. Ισως ήταν θέμα ανεπαρκούς οργάνωσης ή λανθασμένου υπολογισμού από την πλευρά του ιταλικού επιτελείου.

Στις συνθήκες ενός ορεινού πολέμου ο ελληνικός στρατός ήταν καλύτερα οργανωμένος και καλύτερα εξοπλισμένος, με ατομικά όπλα, μυδραλιοβόλα και ορεινό πυροβολικό κατά πολύ υπέρτερα των Ιταλών. Και το σημαντικότερο, στα κρίσιμα σημεία των συγκρούσεων τα ελληνικά επιτελεία κατόρθωναν να συγκεντρώνουν υπέρτερες δυνάμεις...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου