Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πια, ότι σε όλο το δυτικό κόσμο η μεγάλη μάζα των διανοουμένων είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το κεφάλαιο ή από την εξουσία. Οι μηχανισμοί είναι γνωστότατοι. Η εύνοια, η συμμετοχή σε " ερευνητικά προγράμματα " που συνδέονται με την παραγωγή, η παροχή υπηρεσιών με την τυπική ιδιότητα του συμβούλου, του τεχνοκράτη, του εμπειρογνώμονα ή ακόμα και του «γκουρού», κατέστησαν την διανόηση «επάγγελμα»...».

Κ
. Τσουκαλάς

« It is now an undeniable fact that throughout the western world the intellectuals are strongly dependent on the capital and the «power». The mechanisms are well known. These are the favouritism, the participation in «research projects» associated with the production, the status of consultant, the technocrat, the expert, or even the «gurus».All these have made the intellectuals a professional cast of people in the service of political, economical and social elites.

C. Tsoukalas




Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Ο ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ «ΕΛΛΗΣ» ΚΑΙ ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΤΟΧΗΣ [1]

Η Ιταλία, παρά τις κατά καιρούς επίσημες διαβεβαιώσεις της, από τον Απρίλιο του1939, οπότε κατέλαβε στρατιωτικά την Αλβανία, είχε στους σχεδιασμούς της την πολιτική η στρατιωτική κατάληψη της Ελλάδος. Την θεωρούσε ως ανήκουσα στην σφαίρα επιρροής της, ενώ συγκεκριμένα εδαφικά τμήματα της τα είχε καθορίσει ως εκκρεμούντα να τα συμπεριλάβει στη Μεγάλη Αλβανία. Τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα την συνδύαζε με την τύχη της Γιουγκοσλαβίας, οπότε προσδοκούσε σε μία προσεχή αναδιάταξη των γεωγραφικών συνόρων της περιοχής. Καθοριστικής σημασίας ήταν η ανάθεση σ' ένα ισχυρό φασιστικό στέλεχος, τον Πιέρο Παρίνι, της ευθύνης για τα Ελληνικά ζητήματα. Ως αρμόδιος του φασιστικού κόμματος για τους απόδημους Ιταλούς, είχε επισκεφθεί επανειλημμένα την Ελλάδα, όπου είχε αναπτύξει φιλίες και σχέσεις. Μετά την κατάληψη της Αλβανίας, τοποθετήθηκε με προξενική ιδιότητα ως σύμβουλος του Αλβανού πρωθυπουργού Βερλάτσι, αλλά στην πραγματικότητα για να προετοιμάσει τα Ιταλικά σχέδια περί της δορυφορικής Μεγάλης Αλβανίας, στην oποία θα εντάσσονταν γειτνιάζοντα τμήματα της ελληνικής επικράτειας. Ενεργώντας αθόρυβα εκεί είχε προχωρήσει στον πολιτικό σχεδιασμό της Ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα, καθορίζοντας τις λεπτομέρειες της «πολιτικής κατοχής» που προβλεπόταν για τα υπόλοιπα εδάφη πλην όσων θα είχαν προσαρτηθεί. Ιταλικά έγγραφα που κατασχέθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό στο Μέτωπο κατά τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου έδωσαν το περίγραμμα αυτού του σχεδίου κατοχής υποτυπωδώς. Στη Ρώμη και στα Tίρανα είχε προϋπάρξει, με ονειροπόλο διάθεση, εντατική προεργασία γι' αυτό, σε συνδυασμό με ότι πληροφορίες είχαν συγκεντρώσει από την Ιταλική πρεσβεία στην Αθήνα και τις μυστικές υπηρεσίες τους στην Ελλάδα.

Η στρατιωτική εισβολή δεν προβλεπόταν να εκταθεί σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, αλλά θα κατέληγε στη Θεσσαλονίκη. Για την υπόλοιπη χώρα είχε εκτιμηθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αποδεχόταν τους ιταλικούς όρους και θα παραχωρούσε τη θέση της σε μία νέα που θα ήταν διατεθειμένη να συνεργασθεί πολιτικά. Ως νέος πρωθυπουργός υπολογιζόταν ότι θα ήταν ο Κώστας Κοτζιάς, που εθεωρείτο φίλα προσκείμενος. Είχε πραγματοποιήσει επανειλημμένες επισκέψεις στην Ιταλία, όπως και στη Γερμανία, ως δήμαρχoς και στη συνέχεια ως υπουργός, και είχε σχηματισθεί για το πρόσωπο του η εντύπωση ότι σε τέτοια περίπτωση θα ήταν ο ιδανικός Ιταλόφιλος πρωθυπουργός της Ελλάδος. Έκτακτοι απεσταλμένοι, που λειτούργησαν ως πληροφοριοδότες πληροφοριοσυλλέκτες, όπως ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, επιβεβαίωσαν την εικόνα αυτή.

Σε πρώτη φάση θα σχηματιζόταν λοιπόν μία νέα κυβέρνηση τύπου Πεταίν, της οποίας η εξουσία θα περιοριζόταν από τη Θεσσαλία και κάτω. θα γινόταν άμεση προσάρτηση της Θεσπρωτίας στην Αλβανία και ταυτόχρονα της Επτανήσου στην Ιταλία, ενώ η λοιπή «προσωρινώς» κατεχόμενη Ελλάδα θα τελούσε υπό τη διοίκηση του Παρίνι. Είχε τεθεί ζήτημα συνεργασίας με τη Βουλγαρία, οπότε στην περίπτωση αυτή θα προβλεπόταν μία εδαφική ικανοποίηση υπέρ της από το κατεχόμενο τμήμα της Θράκης. Εντός των ορίων του κατεχομένου τμήματος θα δινόταν η ευκαιρία στους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους να ιδρύσουν το αυτόνομο κρατίδιό τους, χωρίς όμως να έχει προσδιορισθεί η έκταση που θα είχε. Ως προς τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη αφηνόταν να εξελιχθεί μία νέα στρατιωτική γραμμή, οπότε θα αποσαφηνιζόταν ποια από αυτά θα περιέρχονταν υπό κατοχή. Ιταλικές Βάσεις θα αναπτύσσονταν και σε περιοχές της «ελεύθερης» Ελλάδος, όπως π.χ. στην Εύβοια η στο νότιο τμήμα της Πελοποννήσου, ενώ υπό ειδικό καθεστώς θα τελούσε η Πάτρα, λόγω της πολυάριθμης ιταλικής παροικίας που βρισκόταν εκεί.

Η έμπνευση ανήκε στον Τσιάνο και το πολιτικό σχέδιο της ιταλικής κατοχής, που πολλές φορές χρειάστηκε να επεξεργασθεί και να αναπροσαρμοσθεί, πριν από τις 28 Οκτωβρίου 1940, προέβλεπε ότι ο Παρίνι ως πολιτικός διοικητής της Ελλάδος με έδρα τη Θεσσαλονίκη, θα μπορούσε να ελέγχει όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τη Γιουγκοσλαβία εν καιρώ. Βεβαίως το σχέδιο αυτό δεν κατέστη εφικτό να υλοποιηθεί, λόγω της θυελλώδους ελληνικής αντίστασης. Αλλά και μετά την κατάρρευση, κάτι παρόμοιο ήταν αδιανόητο λόγω της παρεμβολής του γερμανικού παράγοντα, εξ ου και ο φιλόδοξος Παρίνι θα υποχρεωθεί τελικά, όταν οι Ιταλοί ήλθαν ως κατακτητές ελέω των Γερμανών, να περιορίσει τον τομέα του στην υπό ιταλική προσάρτηση Επτάνησο. Ταυτόχρονα ορισμένοι άλλοι ιταλικοί κύκλοι είχαν την έμπνευση ότι θα μπορούσαν να καταλάβουν, εκκινώντας από τις βάσεις της Δωδεκανήσου, την Κρήτη, δημιουργώντας έτσι έναν θαλασσοκρατορικό άξονα εντός της Μεσογείου. Και αυτό το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, ούτε καν επιχειρήθηκε. Τελικά σε μεταγενέστερη φάση και υπό άλλες προϋποθέσεις, ιταλικές δυνάμεις θα συμμετάσχουν μάλλον συμβολικά στην κατάληψη της Κρήτης.

Η κορύφωση της ιταλικής προκλητικότητας γίνεται με τον τορπιλισμό της Έλλης στις 8.30 π.μ. της ι5ης Αυγούστου ι940 που από νωρίς ήταν αγκυροβολημένη στο λιμάνι της Τήνου, έχοντας σηκώσει μεγάλο σημαιοστολισμό λόγω της συμμετοχής της στην εορτή της Παναγίας. Την ώρα εκείνη το άγημα που, όπως κάθε χρόνο, θα συνόδευε την εικόνα της Μεγαλόχαρης κατά τη λιτάνευση της, ετοιμαζόταν για να αποβιβασθεί, ένα υποβρύχιο εκσφενδόνισε τρεις τορπιλες. Η μια έπληξε το σκάφος και οι άλλες καρφώθηκαν στον λιμενοβραχίονα, που ήταν γεμάτος από προσκυνητές που είχαν φθάσει στο νησί για τη γιορτή. Η Έλλη δεν κατορθώθηκε να ρυμουλκηθεί στα αβαθή από τα εμπορικά και επιβατηγά, που είχαν φέρει τους προσκυνητές και βρίσκονταν κοντά της, με αποτέλεσμα να βυθισθεί στις 9.45 π.μ. με 29 θύματα νεκρούς και τραυματίες. Η ημέρα αυτή του θρησκευτικού εορτασμού δεν στιγματίσθηκε μόνον από τον τορπιλισμό του ευδρόμου. Σε άλλη περιοχή, ιταλικά βομβαρδιστικά είχαν πλήξει το ελληνικό επιβατηγό Φρίντων στην ακτή της Πανόρμου, σε απόσταση δύο μιλιών βορείως των ακτών της Κρήτης. Και ακόμη, όταν πολλές ώρες μετά τον τορπιλισμό διατάχθηκαν να καταπλεύσουν στην Τήνο από τον Ναύσταθμο δύο αντιτορπιλικά, προκειμένου να παραλάβουν τους ναυαγούς και ταυτόχρονα να συνοδεύσουν τα επιβατηγά που επέστρεφαν με τους προσκυνητές στον Πειραιά, έγιναν στόχος ιταλικών βομβαρδιστικών, τόσο κατά τον πλου προς Τήνο όσο και κατά την επιστροφή τους - παρά το γεγονός ότι είχε ειδοποιηθεί για τον λόγο που απέπλευσαν τα αντιτορπιλικά ο Ιταλός ναυτικός ακόλουθος.

Τα γεγονότα ήταν προφανή. Ωστόσο, για λόγους σκοπιμότητος, η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλησε να αναφέρει την εθνικότητα του υποβρυχίου που έπληξε την Έλλη. Ο τότε αρχηγός ΓΕΝ ναύαρχος Αλ. Σακελλαρίου αναφέρει σχετικά: «Ολίγα λεπτά ύστερα από το έγκλημα της Τήνου το ανακοίνωσα εις τον Μεταξάν. Μου είπε: "Ώστε άρχισαν και επιχειρήσεις! Φώναξε αμέσως τον Mορίν και πες μου τι γίνεται". Ο Ιταλός Ναυτικός Ακόλουθος, όμως, με υπεκφυγάς και μομφάς κατά των Άγγλων προσεποιήθη άγνοιαν, και εδήλωσε ότι "ασφαλώς το υποβρύχιον δεν ήτο ιταλικον".

»Η εθνικότης όμως του υποβρυχίου ητο προφανής. Μόνον ιταλός κυβερνήτης θα μπορούσε να εκσφενδονίσει τρεις τορπίλες και να επιτύχει μόνον μιαν κατά στόχου ηγκυροβολημένου, εν γαλήνη, ανυπόπτου και συνεπώς τελείως ανικάνου να παρεμβάλει την παραμικράν αντίστασιν εις τον επιτιθέμενον. Παρ' όλα ταύτα διά να έχω τεκμήρια της πρωτοφανούς αυτής, ιεροσύλου και ανάνδρου δολοφονικής ενέργειας, διέταξα αμέσως δύτας να περισυλλέξουν θραύσματα των εις τον μώλον εκραγέντων δύο τορπιλών. Ειδική επιτροπή αξιωματικών ομοφώνως με αδιάσειστα πειστήρια, δηλ. αριθμούς τορπιλών, τόπον κατασκευής, κτλ., απεφάνθη ότι αι τορπίλαι ήσαν ιταλικαί».

Από αριστερά: Τζεσάρε Μαρία Ντε Βέκι, Πιέρο Παρίνι, Γκαλεάτσο Τσιάνο και Τζουσέπε Μποτάι.

Επισήμως το μυστικό για την εθνικότητα του υποβρυχίου κρατήθηκε μέχρι την 28η Οκτωβρίου1940 (μόνον ύστερα δόθηκαν στη δημοσιότητα λεπτομερώς όλα τα φωτογραφικά πειστήρια και οι πραγματογνωμοσύνες), για να αποφευχθεί όσο γινόταν η έναρξη της ιταλικής επιθέσεως. Ωστόσο, στην κοινή γνώμη ήταν διάχυτη η βεβαιότητα για το ποίος ευθυνόταν. Ειδικά μάλιστα οι έμπειροι αξιωματικοί είχαν την ίδια αντίληψη ως προς την εθνικότητα κυβερνήτη υποβρυχίου που χρειαζόταν τρεις τορπίλες για να επιτύχει τη μια, όπως ο ναύαρχος Σακελλαρίου: μόνον Ιταλός μπορούσε να είναι!

Από τη μεριά τους οι Ιταλοί θεώρησαν σκόπιμο να υποστηρίξουν ότι επρόκειτο για μία σατανική προβοκάτσια σε βάρος τους, ακόμη και με το υποθετικό επιχείρημα ότι το αγγλικό υποβρύχιο που είχε τορπιλίσει την Έλλη μπορεί να χρησιμοποίησε ιταλικές τορπίλες που προέρχονταν από λεία. Η αλήθεια είναι ότι στα πρώτα ένα-δύο εικοσιτετράωρα η εικόνα συσκοτιζόταν από την ακατανόητη άγνοια που εμφανιζόταν να έχει το Φόρεϊν Όφις. Tην ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα μέσα στηv οποία διατυπώθηκαν οι ιταλικοί ισχυρισμοί έχει αποδώσει με τις πληροφορίας του ο τότε πρεσβευτής της Ιταλίας στηv Αθήνα Ε. Γκράτσι:

« ... Tηv ι6η Αυγούστου, κατά την συνηθισμένη συνέντευξη προς τον τύπο, ο αρμόδιος υπάλληλος του Υπουργείου Λαϊκής Διαφωτίσεως, δήλωσε στους ξένους ανταποκριτές ότι το 'ΈΛΛΗ" είχε τορπιλιστεί από τους Άγγλους με σκοπό να δηλητηριάσουν ακόμα περισσότερο τις ήδη τεταμένες ιταλο-ελληνικές σχέσεις. Για να αποδείξει τον ισχυρισμό του επεκαλέσθει το γεγονός ότι οι Άγγλοι είχαν αναγγείλει αμέσως από του ραδιοφώνου τους ότι κανένα Βρετανικό υποβρύχιο δεν ευρίσκετο κοντά oτηv Τήνο το πρωί της 15ης Αυγούστου. Ενώ η ιταλια χρειάστηκε τρεις ημέρες για να μπορέσει να διαβεβαιώσει με απόλυτη βεβαιότητα ότι ο τορπιλισμός δεν είχε γίνει από ιταλικό υποβρύχιο. Όταν του εζητηθεl από έναν ανταποκριτή να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία του τορπιλισμού, ο άριστος αυτός υπάλληλος απήντησε χωρίς δισταγμό "προχθές η την προηγούμενη" δηλ. την 13 η 14, ενώ το έγκλημα είχε διαπραχθεί την15 και επομένως όχι τρεις ημέρες πριν από την 16, αλλά την παραμονή. Είναι αλήθεια ότι ο υπάλληλος εκείνος, που έπαιζε με τόση άνεση με Τις ημερομηνίες δεν εφαντάζετο ότι θα ευρίσκοντο ποτέ τα τεμάχια των τορπιλλών και ότι αυτά θα επέτρεπαν να εξακριβωθει κατά τρόπο ακαταμάχητο η εθνικότητα του υποβρυχίου που τις είχε εκσφενδονίσει ...

»0 ιταλικός τύπος oτηv μεσημβρινή έκδοση της 16ης, την πρώτη που εδημοσιεύετο μετά την αργία του Δεκαπενταύγουστου, δεν κάνει λόγο για τον τορπιλισμό της 'Έλλης" που εντούτοις είναι γνωστός oτη Ρώμη ήδη από το απόγευμα της προηγουμένης. Η πρώτη είδηση έκαμε την εμφάνισή της στις απογευματινές εφημερίδες της 16 ης συνοδευομένη από σχόλια που απέδιδαν, χωρίς δισταγμούς την ευθύνη της πράξης oτηv Αγγλία. Σχόλια από το ίδιο πνεύμα εδημοσιεύθησαν και στις πρωινές εφημερίδες της 17ης. Στο φύλλο της ημέρας εκείνης, η εφημερίδα του Farinacci με καλόγουστη ερμηνεία και με πλήρη γνώση των περιστατικών, έλεγε ότι, επειδή η Ελλάδα δεν είχε ακόμα πληρώσει την 'Έλλη" στα αγγλικά Ναυπηγεία (η 'Έλλη" είχε αγορασθεί πριν 28 χρόνια από την Ελλάδα, όχι oτηv Αγγλία αλλά στηv Αμερική) η ζημιά που η Αγγλία είχε επιφέρει oτηv Ελλάδα, με τον τορπιλισμό της μονάδας εκείνης εμοιράζετο εξ ίσου μεταξύ των δύο κρατών. Μετά την 17η οι ιταλικές εφημερίδες δεν ασχολήθηκαν πια με το επεισόδιο της Τήνου».

Βεβαίως τόσα χρόνια μετά, δεν τίθεται θέμα για την εθνικότητα του υποβρυχίου, ούτε και για τους εμπνευστές του τορπιλισμού. Έχουν ήδη όλα διευκρινισθεί ιστορικά. Tηv ίδια ημέρα, στις 15 Αυγούστου 1940, ο ιταλός υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο αποδίδει το γεγονός στηv «ακράτεια» του κυβερνήτη της Δωδεκανήσου Ντε Βέκι. Ο τελευταίος, που διέθετε όχι μόνο ιδιόρρυθμο και αντιπαθητικό χαρακτήρα, αλλά ήταν κυριευμένος από ανθελληνισμό, είναι εκείνος που αυτοπροσώπως από την έδρα του στη Ρόδο πήγε στην ναυτική βάση της Λέρου και εγχείρησε τη διαταγή. Το έχει παραδεχθεί στα απομνημονεύματά του, όπου περιλαμβάνεται και η αναφορά του πλοιάρχου Αϊκάρντι, του κυβερνήτη του υποβρυχίου (που μόνον Ιταλός μπορούσε να είναι, κατά τον ναύαρχο Σακελλαρίου).

Ο τορπιλισμός της Έλλης έχει συμβολικό χαρακτήρα στηv πορεία των ελληνοϊταλικών σχέσεων. Η ασαφής χρησιμότητά του για τις ιταλικές επιδιώξεις, είναι γεγονός ότι συσπείρωσε την ελληνική κοινή γνώμη γύρω από τον Μεταξά, ο οποίος από τη στιγμή εκείνη είχε βεβαιωθεί ότι η ιταλική επίθεση ήταν επί θύραις. Tη νύχτα του Δεκαπενταύγουστου εκείνου την πέρασε με τον διπλωματικό του σύμβουλο, όπως τον αποκαλούσε, Βασίλειο Παπαδάκη. Εκείνη τη νύχτα πίστεψε ότι η χώρα βρισκόταν στις παραμονές της ιταλικής επίθεσης και εκείνη την ίδια νύχτα πήρε με πείσμα και αισιοδοξία την τελική απόφαση ότι θα την αντιμετώπιζε.

Φυσικά, οιοσδήποτε κοινός νους μπορούσε να αντιληφθεί ότι η αιφνίδια ιταλική προκλητικότητα που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται τις τελευταίες εβδομάδες δεν ήταν τυχαία. Άλλωστε μόλις ελάχιστες μέρες πριν από το κτύπημα του Δεκαπενταύγουστου είχε κορυφωθεί αυτή η πασιφανώς συντονισμένη προσπάθεια με το ανακοινωθέν του ιταλικού πρακτορείου Στέφανι περί δολοφονίας από «Έλληνες πράκτορες» του (διάσημου πλέον εξ αυτού του περιστατικού) Νταούτ Χότζα, που τον εμφάνιζαν ως «μεγάλο Αλβανό πατριώτη», γεννημένο στηv «αλύτρωτη» περιοχή της Τσαμουριάς. Αν και επρόκειτο απλώς για μια δημοσιογραφική ανακοίνωση, στην ουσία δεν ήταν παρά η έγερση εδαφικής αξίωσης για λογαριασμό των Αλβανών, που γεωγραφικά προσδιοριζόταν στηv λεγόμενη Τσαμουριά, δηλαδή, κατά την ανακοίνωση, «μεταξύ των σημερινών ελληνοαλβανικών συνόρων και της ακτής του Ιoνίoυ, μέχρι των περιχώρων της Πρεβέζης και της επαρχίας των Ιωαννίνων.

Από τις 20 Αυγούστου 1940 άρχισε μια νέα εκστρατεία ψευδών καταγγελιών σε Βάρος της Ελλάδος, χρησιμοποιώντας σκηνοθετημένες και ανύπαρκτες αιτιάσεις αλβανικών εφημερίδων, που αναπαράγονταν από το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων και ακολουθούσαν διαψεύσεις του Αθηναϊκού Πρακτορείου. Όλα αυτά εντοπίζονταν γεωγραφικά στηv ίδια περιοχή, ώστε πλέον ξεκάθαρα γινόταν αντιληπτό σε τι αποσκοπούσαν. Βέβαια εκ των υστέρων βεβαιώθηκε ότι όλα αυτά τα ζητήματα είχαν σκηνοθετηθεί από τον Τσιάνο με εντολή του Μουσολίνι, ο οποίος στο τέλος ζήτησε από τον γαμπρό του να υπάρξει και ένα τελειωτικό επεισόδιο στις 24 Οκτωβρίου, ώστε να υπάρξει το πρόσχημα της ιταλικής επιθέσεως που αρχικά είχε σχεδιασθεί για τις 26 Οκτωβρίου 1940.

[1] Δημοσθένη Κούκουνα, «Ιστορία της Κατοχής», Τόμος 1ος, Εκδόσεις Μέτρον, Αθήναι 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου